Όχι, δε θα μιλήσουμε εδώ για το γνωστό μυδοπίλαφο, έδεσμα που λειτουργεί ως θαλασσινό βιάγκρα.

Εδώ μιλάμε:
1) για τη χυλόπιτα που τρώει κάποιος από αρχιμύδεια, στην οποία ζητά νταραβέρι. Το όνομα μυδοπίλαφο προέρχεται από το γεγονός πως μιλάμε και καλά για προϊόν που παρέχεται από αρχιμύδεια.

Όσο πληθαίνουν οι απορρίψεις, τόσο πληθαίνουν και τα γεύματα. Η κυρία είναι μυδοπαραγωγός και ιδιοκτήτρια ψαροταβέρνας. Και καλά. Είναι σπεσιαλίστ στο είδος της. Και η ψαροταβέρνα της, προσφέρει μόνο μυδοπίλαφο.

Το μυδοπίλαφό της δεν είναι ποτέ το ίδιο. Κάθε απορριπτικό ερωτικό request κάποιου από αυτήν, οδηγεί σε διαφορετικό τύπο μυδοπίλαφου. Παρόλο που το μυδοπίλαφο παρασκευάζεται από την ίδια και έτσι διατηρούνται κάποια πράγματα αναλλοίωτα στη συνταγή της, πολλές παράμετροι διαφέρουν (ακόμα κι αν μιλάμε για τον ίδιο «πελάτη», υπάρχουν διαφορές, π.χ: η διαφοροποίηση των συνθηκών, το επίμονο της φάσης, η φάση στην οποία θα βρίσκεται η αρχιμύδεια, κλπ). Το όλο πράγμα θυμίζει τη ρήση του Ηράκλειτου: Κανένας δεν μπορεί να μπει στο ίδιο ποτάμι δυο φορές. Επίσης, η γεύση του κάθε τύπου μυδοπίλαφου διαφέρει από «πελάτη» σε «πελάτη» κι από στιγμή σε στιγμή.
Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 1.

2) Η πλάκα στη συγκεκριμένη περίπτωση, δουλεύει ανάποδα. Εδώ έχουμε την περίπτωση όπου κάποιοι, πιστεύοντας πως κάποια θεογκόμενα αποκλείεται να μην έχει δεσμό, δεν της κάνουν πρόταση και μένουν στην κερκίδα. Η πλάκα είναι πως η γκόμενα επιζητεί νταραβέρι, περιμένει πρόταση, δεν την παίρνει κι έτσι είναι αυτή που σε αυτή τη φάση θα φάει το μυδοπίλαφο. Μιλάμε δηλαδή για χυλόπιτα που τρώει η αρχιμύδεια. Ο τύπος μπορεί να καίγεται για αυτήν μα φοβάται την απόρριψη. Φοβάται δηλαδή να φάει το μυδοπίλαφο και τη βρίσκει με άλλο θαλασσινό. Δικό του θαλασσινό. Κάνει κατάχρηση στα παντελονόψαρα. Ο υποστηρικτικός ρόλος της μαλακίας που λέγαμε εδω. Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 1.

Υπάρχει βεβαίως και η περίπτωση όπου κάποιος μπορεί να θέλει να της κάνει πρόταση (κάτι που κι αυτή γουστάρει), αλλά γνωρίζει βέβαια αυτός το απαίσιο του χαρακτήρα της, το ύφος των πεντακοσίων καρδιναλίων που αυτή διαθέτει, κλπ και έτσι κωλύεται. Έτσι αυτή, περιμένοντας μια πρόταση που ποτέ δεν έρχεται, είναι σα να τρώει μυδοπίλαφο (χυλόπιτα).
Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 2.

Η μητροπατρότητα του όρου ανήκει στον Βράσταμαν, τον οποίον και ευχαριστώ.

  1. - Πω πω τι θεοκόμματος, η Ντόρα. Καίγομαι.
    - Ε βουρ... τότε.
    - Άσ' τα... δε μ' αρέσει να τρώω μυδοπίλαφο.
    - Αντιθέτως, ξέρω καλά πως σε θέλει τρελά. Αν κάποιος τώρα, τρώει μυδοπίλαφο, αυτή είναι η Ντόρα.
    - Ε;

  2. - Αρχιμύδεια η Μαρίτσα, αλλά με τον κωλοχαρακτήρα που έχει, θα μείνει στο ράφι, τρώγοντας μυδοπίλαφο.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

To 2) βγαλμένο από την ζωή. Λένε ότι έτσι μένουν μέχρι και μοντέλες στο ράφι, και γι' αυτό οι μοντελοπνίχτες είναι ενίοτε απλώς αυτοί που δεν φοβούνται την απόρριψη.

#2
jesus

να παραπέμψω κ στο μουνί με ρύζι;

#3
Vrastaman

Το πιάτο της θείας του κάθε γευσιγνώστη!