Θεογκόμενα, μανουλομάνουλο, μωράκλα, εργαλείο, όλα αυτά σε ένα άλογο κούρσας ΑΑ γκανιάν.

- Πω ρε φίλε άραγκον για μια μπύρα ακόμη και ελπίζω να έφερες καπότες... Απέναντι σκάνε δυο γκανιάν τρελά! Λίρα εκατό σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
patsis

Από εδώ:

γκανιάν το [ganán] Ο (άκλ.) : στις ιπποδρομίες, το άλογο που φτάνει πρώ το στο τέρμα.

[λόγ. < γαλλ. gagnant]

#2
Vrastaman

...επίσης γκανιότα, το ποσοστό κέρδους του μπουκ από κάθε παιχνίδι με στοιχηματισμό.

#3
Φωτης Ικξ

ποιο ειναι το αντιστροφο του γκανιαν στις ιπποδρομιες;