Η ζυγαριά. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως αναφερόμενος στη ζυγαριά της οποίας ο ρόλος είναι το ζύγισμα συνήθως μπάφου αλλά και λοιπών ναρκωτικών ουσιών.
Θα φέρω τζινξ γιατί όταν ο μαν το κόβει με το μάτι πάντα παίζει ψείρισμα...
Got a better definition? Add it!
Published 2007-07-31 08:29:35+00:00 Last modified 2009-08-04 14:39:52+00:00
Ο ΑΛΛΟΣ
2009-04-10 22:34:59+00:00
Ρε παιδιά, μη γαμάτε το λεξιλόγιο! Ο μπάφος δεν είναι ουσία, είναι το τσιγάρο με χασίσι -σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει το ίδιο το χασίσι!
vikar
2009-05-20 11:46:44+00:00
Επαυξάνω στα του Άλλου.
Πάντως, γιατί «τζίνξ»; Έχει σχέση με το αγγλικό για τη γρουσουζιά;
poniroskylo
2009-08-03 22:10:34+00:00
Αυτό, ή και γαμώ τα ψαγμένα είναι ή τελείως μούφα ...
Vrastaman
2009-08-03 22:40:24+00:00
χεχε
Galadriel
2009-08-04 01:39:57+00:00
τζινξ σταγγλικά θα πει γρουσουζιά; τελεστώρα;! Νόμιζα ότι θα πει ξόρκι ή κάτι, χαρρυποτεριά κιέτσ'...
Επισκέπτης
2009-08-04 06:29:59+00:00
Για ότι θελετε σχετικα με την slang ναρκεμπορων, μαστροπων, τζογαδορων κλπ:
VICE Slang, Dalzel & Victor, Rootledge,2008. ή Dalzell Concise New Partridge Dictionary of Slang and Unconventional English
jing noun money. A shortened ‘jingle’ US, 1973 jing-bang noun an uneducated, dirty, noisy person JAMAICA, 1952 jing-jang noun the penis US, 1960
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
6 comments
Ο ΑΛΛΟΣ
Ρε παιδιά, μη γαμάτε το λεξιλόγιο! Ο μπάφος δεν είναι ουσία, είναι το τσιγάρο με χασίσι -σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει το ίδιο το χασίσι!
vikar
Επαυξάνω στα του Άλλου.
Πάντως, γιατί «τζίνξ»; Έχει σχέση με το αγγλικό για τη γρουσουζιά;
poniroskylo
Αυτό, ή και γαμώ τα ψαγμένα είναι ή τελείως μούφα ...
Vrastaman
χεχε
Galadriel
τζινξ σταγγλικά θα πει γρουσουζιά; τελεστώρα;! Νόμιζα ότι θα πει ξόρκι ή κάτι, χαρρυποτεριά κιέτσ'...
Επισκέπτης
Για ότι θελετε σχετικα με την slang ναρκεμπορων, μαστροπων, τζογαδορων κλπ:
VICE Slang, Dalzel & Victor, Rootledge,2008.
ή Dalzell Concise New Partridge Dictionary of Slang and Unconventional English
jing noun money. A shortened ‘jingle’ US, 1973
jing-bang noun an uneducated, dirty, noisy person JAMAICA, 1952
jing-jang noun the penis US, 1960