Ο συμπαγής, ευθύβολος εμετός, απόρροια εκτεταμένης κατανάλωσης αλκοόλ.
-Και αφού πιώ το δέκατο υποβρύχιο βγαίνω λίγο να πάρω αέρα, και με το που βγαίνω φεύγει στα καπάκια ρουκέτα στο πεζοδρόμιο... Ε, έτσι ίσιωσα και άρχισα τις τεκίλες!
Ο συμπαγής, ευθύβολος εμετός, απόρροια εκτεταμένης κατανάλωσης αλκοόλ.
-Και αφού πιώ το δέκατο υποβρύχιο βγαίνω λίγο να πάρω αέρα, και με το που βγαίνω φεύγει στα καπάκια ρουκέτα στο πεζοδρόμιο... Ε, έτσι ίσιωσα και άρχισα τις τεκίλες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται επίσης για να υποδηλώσει κατάσταση πλήρους αδράνειας, όμοια με αυτή στην οποία βρίσκεται κάποιος υπό την επήρεια ηρωίνης.
Παράγωγο ρήμα: ζαμπονιάζω.
-Πω ρε φίλε από τις 5 το απόγευμα το μόνο που κάνω είναι να κάθομαι στον καναπέ και να βλέπω τηλεόραση, έχω γίνει ζαμπόν (/ έχω ζαμπονιάσει)...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ζυγαριά. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως αναφερόμενος στη ζυγαριά της οποίας ο ρόλος είναι το ζύγισμα συνήθως μπάφου αλλά και λοιπών ναρκωτικών ουσιών.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το παραισθησιογόνο μανιτάρι.
Η ετυμολογία προέρχεται από το αγγλικό mushroom -> shroοm -> σρούμι.
Got a better definition? Add it!
Published
Το Άμστερνταμ εν συντομία. Χρησιμοποιείται από άτομα που έχουν επισκεφθεί αρκετές φορές την εν λόγω πόλη και κατ' επέκταση νιώθουν μια κάποια οικειότητα προς αυτή.
-Πω ρε φίλε τέτοια σοκολάτα είχα να πιω από τα περασμένα Χριστούγεννα στο Νταμ!
Got a better definition? Add it!
Published
Η άκρως ενοχλητική μυρωδιά σπόρου που σκάει κατά τη διάρκεια καπνίσματος μπάφου και παραπέμπει σε μυρωδιά φρεσκοψημένης μπριζόλας. Συχνά έχει ως αποτέλεσμα την έντονη αποδοκιμασία του εκάστοτε στρίφτη για την έλλειψη προνοητικότητας που τον διέκρινε καθώς δεν μπήκε στον κόπο να ξεσπορίσει το stuff.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified