Ο διακονιάρης είναι κατά μια έννοια ο υπηρέτης αλλά και ο ζητιάνος. Διακονεύω = ζητιανεύω, κυρίως στην επτανησιακή διάλεκτο.
– Τί ήθελε πάλι αυτός ρε; Δανεικά;
– Άσε με ρε Κώστα, μου σκότισε τ' αρχίδια, ο διακονιάρης.
Ο διακονιάρης είναι κατά μια έννοια ο υπηρέτης αλλά και ο ζητιάνος. Διακονεύω = ζητιανεύω, κυρίως στην επτανησιακή διάλεκτο.
– Τί ήθελε πάλι αυτός ρε; Δανεικά;
– Άσε με ρε Κώστα, μου σκότισε τ' αρχίδια, ο διακονιάρης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
2 comments
poniroskylo
Λέξη απολύτως πολιτογραφημένη. Χρονολογείται από τον μεσαίωνα. Υπάρχει σε όλα τα λεξικά και λέγεται σε όλη την Ελλάδα. Γνωστή και η παροιμία: Ακαμάτης νιος, γέρος διακονιάρης.
HODJAS
Βλ. και Διακονιάρης (μπαζωμένο ρέμα στις δυτικές συνοικίες της Πάτρας που πλημμυρίζει κάθε τόσο-όπως ο Ποδονίφτης στην Αθήνα)...