(Πάτρα) Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος. Bλ. και λήμμα : γκαρλιά(ν)γκος.
Τον έπιασε απ' τον καρύτζαφλο και τον ακινητοποίησε.
(Πάτρα) Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος. Bλ. και λήμμα : γκαρλιά(ν)γκος.
Τον έπιασε απ' τον καρύτζαφλο και τον ακινητοποίησε.
Βλ. και καρίτζαφλας, γκαρίτσαφλος, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα
Got a better definition? Add it!
0 comments