Στην ναυτιλία, το χοντρό σχοινί, παλαμάρι(του γνωστού λεμβούχου), με το οποίο δένονται τα πλοία στις μπίντες του ντόκου. Στην Καλαμάτα καλείται «σουλάτσο», από το γλίστρημα στα όκια.

Μεταφορικώς, είναι το κορδονάκι, το οποίον βυθίζεται γλυκά ανάμεσα εις τους γλουτούς από το στρινγκ, κωλοκόρδι, τάνγκα, thong, κουραδοκόφτης κλπ, που φορεί μια ευτραφής γκόμενα στην παραλία ή διαφαίνεται μέσα από τρανσπαράν φούστα (αίσχος !), δεδομένου ότι το κορδονάκι αυτό, είναι αναγκαστικώς χονδρό κατ' αναλογία...

- Άλα της στρινγκάκι η φακλάνα!

- Τι στρινγκάκι ρε μαλάκα! Αυτό είναι κάβος! Μου φαίνεται θα κόψω το κρέας και θα το ρίξω στα όσπρια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Απαπα!
Χότζα, σου είπα ότι τό 'χεις; Στην αρχή ομολογώ ότι σε υποδέχθηκα με μερικές ιασονιές, αλλά όσο πάει όχι μόνο που είσαι σλανγκοδομή, αλλά έχεις και πολύ καλή σλανγκοπένα!

#2
GATZMAN

Και το ακρωτήριο επίσης (π.χ: κάβο Μαλέας), στο οποίο αράζουν κάβουρες καραδοκώντας να τσιμπήσουν το λήμμα το επιούσιον.

#3
dryhammer

Το σουλάτσο το ξέρω στό βαπόρι ως σφιλάτσο ή σφυλάτσο και είναι κάτι σαν κορδόνι που φτιάχνεται από ξεπλεγμα σκοινιού ή και κάβου. Χρησιμοποιείται για την στερέωση ενός άλλου σκοινιού ή κάβου (για να μην γλιστρήσει μέχρι να στερεωθεί)

#4
deinosavros

< ιταλ. sfilacciare = ξεφτίζω, μαδάω.