Όταν κάποιος βελάζει εννούμε ότι έχει λαλήσει/κλάσει (μεταφορικά). Αυτό μπορεί να συμβαίνει από πολλά ξύδια ή γάρα ή συνδυασμό αυτών.

Συνοδεύεται συνήθως από την έκφραση «κάνε μπέεε» που υποδηλώνει εμμέσως στον άλλον ότι έχει βελάξει.

Συντομογραφία μπορεί να θεωρηθεί και τα αρχικά Ελ Βελ= Ελευθέριος Βενιζέλος, το αεροδρόμιο.

Τέλος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν σύνθετη λέξη, π.χ. δρακοβελάζω, δηλαδή το υπέρτατο βέλαγμα all time ever.

- Μαλάκα, έχω κλάσει άσχημα
- Έχεις βελάξει; Κάνε μπέεεεεεε! Δεν μπορείς;;;
- Ελ βελ τελείως ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
xalikoutis

είχα γράψει το βέλαξα! αλλα επειδής έριξες νέο φως στην έρευνα δε θα σου την πω που δεν έψαξες φιλε νταμπας (μπορείς να ψάχνει και με τμήματα της λέξης).

Ειδικά το δρακοβέλαξα είναι αριστούργημα.

Προτείνω συγχώνευση των δυο λημμάτων.

#2
HODJAS

Επίσης λέγεται: Θα σε γαμήσω και θα βελάξεις!

#3
gaidouragathos

Τόπε κιάλλος ενας
Φόρεσα πάλι
τη φυλλωσιά του δέντρου
κι εσύ βελάζεις. Απο δω δεκαέξι χαικου Ζ

#4
chrissst

το βελάζω χρησιμοποιείτε για να δηλώσει και ταλαιπωρία,συνήθως απο τοξικομανείς σε σύνδρομο στέρησης, η και σε άλλες περιπτώσεις.
π.χ. βέλαξα απο την χαρμάνα - έμεινα δυο μέρες χωρίς μπάφο και βέλαξα