Έκφραση που χρησιμοποιείται ευρέως για να υποδηλώσει διαφωνία η ακόμη και απέχθεια με κάποια κατάσταση ή ενέργεια.

- Καλά, πήγα στη συναυλία του Ζορντί.
- Α, ωραία πέρασες;
- Έβαλα δάχτυλο.
- Μαλάκα.
- Ραμολί.
- Γαμιόλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
jimakos

Προέρχεται (μάλλον) απο την διαδικασία που ακολουθούμε όταν θέλουμε να κάνουμε εμετό και δεν μπορούμε, έτσι καταφεύγουμε στη χρήση των δαχτύλων μας, για να το προκαλέσουμε. (μπλιααααχ)

#2
Επισκέπτης

Ενώ σαφέστατη είναι κ η παραπομπή στο βάζω δάχτυλο στα αχαμνά κάποιου. (κώλο η μουνί δηλαδή)

#3
patsis

Χαχαχα! Ωραίο παράδειγμα! Για τον Ζορντί βλ. εδώ. Αυτό θα πει φαντάσματα του παρελθόντος, σε λίγο θα πέσω πάνω και στην Έλεν, je m'appelle Hélène, je suis une fille, comme les autres...

#4
protnet

Και εδώ

#5
patsis

Επίσης και το (κάπως σιχαμερό) χιούμορ σε κάποιον που δυσκολεύεται στο χέσιμο: «Αν ζορίζεσαι βάλε δάχτυλο!»

#6
dryhammer

Επίσης και η extended version για απόλυτη αδιαφορία-απαρέσκεια-απέχθεια για τα τεκταινόμενα ή περιγραφόμενα «δέ γαμιέται... βάζω δάχτυλο!» που την άκουσα γύρω στο '80