Αρχικά ο μίσχος, το ξερό κλαδάκι που χρησιμοποιείται κυρίως ως προσάναμμα, ενίοτε και προς χαρχάλεμα.
Μεταφορικά έχει τις σημασίες:
Α. ισχνός, αδύνατος, διά προφανείς λόγους.
Β. οξυδερκής, εύστροφος, λόγω της χρήσης του ως προσανάμματος και της ιδιότητας του να «αρπάζει» άμεσα. Βλέπε και σπίρτο.
Αιιι, φάε μπρε συφοριασμένο, τσάκνο έγινες!
- Νογάει πράμα;
- Ιιιιι, τσάκνο σ' λέω!
2 comments
HODJAS
Βλ. και σχόλιο Mes στα γιαννιώτικα στο λήμμα χαλόνι:
Τσακνό=ισχνό
vikar
Το τσάκνο ως σαρακατσάνικο στην παρδαλή λέξη.