Αρχικά ο μίσχος, το ξερό κλαδάκι που χρησιμοποιείται κυρίως ως προσάναμμα, ενίοτε και προς χαρχάλεμα.

Μεταφορικά έχει τις σημασίες:

Α. ισχνός, αδύνατος, διά προφανείς λόγους.

Β. οξυδερκής, εύστροφος, λόγω της χρήσης του ως προσανάμματος και της ιδιότητας του να «αρπάζει» άμεσα. Βλέπε και σπίρτο.

  1. Αιιι, φάε μπρε συφοριασμένο, τσάκνο έγινες!

  2. - Νογάει πράμα;
    - Ιιιιι, τσάκνο σ' λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
HODJAS

Βλ. και σχόλιο Mes στα γιαννιώτικα στο λήμμα χαλόνι:
Τσακνό=ισχνό

#2
vikar

Το τσάκνο ως σαρακατσάνικο στην παρδαλή λέξη.