Το μουσικό όργανο ή το στερεοφωνικό ή το ραδιόφωνο που παίζει εκνευριστική μουσική και δυνατά.

  1. Κλείσε ρε το κλαπατσίμπανο, μας πήρες τα αυτιά!

  2. Μας τα έχουν πρήξει τα κωλόπαιδα με τα κλαπατσίμπανά τους.

βλ. και κλαπατσίμπαλο, κλαμπατσίμπαλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Κλαπατσίμπανο είναι η παραφθορά της παραφθοράς. Συνηθέστερο είναι το κλαπατσίμπαλο για το οποίο ο Τριανταφυλλίδης λέει ότι είναι ειρωνική αλλοίωση του μεσαιωνικού κλαβιτσίμπαλον, ίσως ηχομιμητική παρετυμολογία κλάπα κλάπα του ιταλικού. clavicembalo = κλειδοκύμβαλο, όργανο.