Το μουσικό όργανο ή το στερεοφωνικό ή το ραδιόφωνο που παίζει εκνευριστική μουσική και δυνατά.

  1. Κλείσε ρε το κλαπατσίμπανο, μας πήρες τα αυτιά!

  2. Μας τα έχουν πρήξει τα κωλόπαιδα με τα κλαπατσίμπανά τους.

βλ. και κλαπατσίμπαλο, κλαμπατσίμπαλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified