Το μουσικό όργανο ή το στερεοφωνικό ή το ραδιόφωνο που παίζει εκνευριστική μουσική και δυνατά.
Κλείσε ρε το κλαπατσίμπανο, μας πήρες τα αυτιά!
Μας τα έχουν πρήξει τα κωλόπαιδα με τα κλαπατσίμπανά τους.
Το μουσικό όργανο ή το στερεοφωνικό ή το ραδιόφωνο που παίζει εκνευριστική μουσική και δυνατά.
Κλείσε ρε το κλαπατσίμπανο, μας πήρες τα αυτιά!
Μας τα έχουν πρήξει τα κωλόπαιδα με τα κλαπατσίμπανά τους.
βλ. και κλαπατσίμπαλο, κλαμπατσίμπαλα
Got a better definition? Add it!