Σε δημόσιους χώρους δυσπιστώ αν τα φυτά που κοσμούν τον χώρο είναι αληθινά ή όχι και προσέχοντας μη με πάρει κανείς μάτι τα ζουλάω για να το επιβεβαιώσω. Συνεκδοχικά: Αναρωτιέμαι αν κάποιος είναι πραγματικά τόσο ηλίθιος ή το παίζει.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

- Μην δυσφυταπιστείς, αληθινό είναι το τριαντάφυλλο. Ορίστε βλέπεις το κοτσάνι πώς σπάει;
- Ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Μια στρέιτ καλοβυρνιά (οξύμωρο) θα ήταν:

δυσβυζαπιστώ:

Δυσπιστώ αν τα τουμπανόβυζα/ τουρλόβυζα που κοσμούν μια αδύνατη γυναίκα είναι φυσικά και προσέχοντας να είμαι κατά το δυνατόν διακριτικός τα ζουλάω για να το επιβεβαιώσω ή ψάχνω για σημάδια πλαστικής χειρούργησης.

Παράδειγμα:
- Μωρό μου, πάψε να δυσβυζαπιστείς και να ζουλάς τα βυζιά μου. Αφού σου λέω, είναι φυσικά.