Μαλαστούπα στη γλώσσα των ναυτικών είναι τα φύκια που μαζεύονται στον πυθμένα του πλοίου (η μαλαστούπα κόβει ταχύτητα από το πλοίο και γι' αυτό καθαρίζεται όταν το πλοίο δεξαμενίζεται για επισκευή).

Πού να δεις τι μαλαστούπα είχε μαζέψει το παπόρι, τρία χρόνια χωρίς να μπει δεξαμενή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Trot, to αναγραμμαντείο σε καλωσορίζει!

#2
aias.ath

Τὸν ὁρισμὸ ὑπ' ἀρ. 2 τὸν ξέρω ὡς στριδώνα (μπορεῖ καὶ στρειδώνα ἢ καὶ ἀλλιῶς, διότι δὲν τὸ εἶδα γραμμένο). Πιθανὴ ἐτυμολογία ἀπὸ τὰ κοχύλια>στρείδια, ποὺ κολλᾶνε στὴ γάστρα τοῦ σκάφους. Περιμένω παρατηρήσεις.