Μαλαστούπα είναι η σφουγγαρίστρα. Ή αυτό με το οποίο καθαρίζουμε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Για αυτό λέμε μαλαστούπα και μια γκόμενα που είναι τελείως μπάζο, πατσαβούρα. Και κάποιον που είναι μαλάκας και μινάρας. Αλλά και μια μεγάλη πούτσα, επειδή και η σφουγγαρίστρα είναι μεγάλο ραβδί, όπως φανταζόμαστε την πούτσα.

Από τον Τσιμπατόνε στο Πρόχειρο.

  1. Τι να δώσω στο Πακιστάνι με τη μαλαστούπα; 600 Ευρώ παίρνω κι εγώ, δεν βγαίνω...

  2. - Καλά χώρισε το θεόμουνο για αυτήν τη μαλαστούπα;
    - Μπορεί να βγάζει άλλα γούστα στο κρεβάτι, δεν ξέρεις.

  3. Με αυτόν τον μαλαστούπα που έχουμε για πρωθυπουργό μην περιμένουμε και πολλά πράγματα.

  4. Κι εκεί που είχαμε πάει στην ερημική παραλία βλέπουμε ένα παππούδι να πετάει έξω τη μαλαστούπα και να αρχίζει να τον παίζει μπροστά σε όλους.

(από Καλαπόδας, 02/03/14)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πυροσωλήν, ὁ ὁποῖος παλαιότερα ἐχρησιμοποιεῖτο γιὰ τὴν ἐκκίνησι πετρελαιομηχανῶν θαλάσσης, τύπου Μαλκότση (Πέραμα), Παπαθανάση (Βόλος) κλπ.

Ὁ κύλινδρος τῆς μηχανῆς εἶχε σὲ κάποιο σημεῖο μία τρύπα μὲ βόλτες. Ἐκεῖ βιδωνόταν ἡ μαλαστούπα, δηλ. ὁ μεταλλικὸς πυροσωλήν, ἀφοῦ εἶχε προηγουμένως πυρακτωθῆ σὲ ἀνοικτὴ φλόγα ἢ θράκα. Κατόπιν γύριζαν τὸν στρόφαλο (βολάν ἢ βολάνι) μὲ τὸ χέρι ἢ μὲ μανιβέλα, γινόταν συμπίεσι, ἀνάφλεξι καὶ ἡ πρώτη ἔκκρηξι. Μετὰ ὁ κύκλος ἐπαναλαμβανόταν μὲ τὴ βοήθεια τῆς στροφορμῆς τοῦ στροφάλου.

Ἀθάνατα μηχανήματα καὶ φοβερὰ μεγαλεῖα τῆς τότε ἀνθούσης Ἑλληνικῆς βιομηχανίας. Ὅλοι οἱ ἀνωτέρω χρεωκόπησαν στὴ δεκαετία τοῦ ἑβδομῆντα.

Δὲν ἔχω λεκτικὸ παράδειγμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλαστούπα στη γλώσσα των ναυτικών είναι τα φύκια που μαζεύονται στον πυθμένα του πλοίου (η μαλαστούπα κόβει ταχύτητα από το πλοίο και γι' αυτό καθαρίζεται όταν το πλοίο δεξαμενίζεται για επισκευή).

Πού να δεις τι μαλαστούπα είχε μαζέψει το παπόρι, τρία χρόνια χωρίς να μπει δεξαμενή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλαστούπα είναι γενικά το βρεγμένο στουπί, όπως λ.χ. αυτό με το οποίο καθαρίζουν τα παρμπρίζ στα φανάρια, ή τα παρκέ στα γήπεδα μπάσκετ... Για τους υδραυλικούς είναι κάτι άλλο. (βλ. παράδειγμα 1)

Μια ακόμα ειδική χρήση της λέξης (παράδειγμα 2) αφορά σε σβώλο από βρεγμένο χαρτί υγείας, πλασμένο στο χέρι, τέτοιο που να έχει σφιχτή, υγρή και κολλώδη υφή. Η μαλαστούπα αυτού του είδους βρίσκεται μεταξύ των πάμπολλων αντικειμένων που χρησιμοποιούνται ως βλήματα εναντίον συμμαθητών και καθηγητών στα σχολεία.

Ετυμολογία: Ενδεχομένως το μάλα- να είναι από το ιταλικο «μάνο» = χέρι. Η συμβολή άλλων απαραίτητη.

Η συγκεκριμένη σχολική χρήση της λέξης από Χανιά (χρησιμοποιείται αλλού;).

1) ...για όσους δεν ασχολούνται με υδραυλικά (κακώς) είναι η βεντούζα με τη λαβή που ξεβουλώνει νιπτήρες...
(από φόρουμ των φοιτητών ΤΕΙ Θεσσαλονίκης)

2) - Όχι ρε πούστη μου, έμεινε η μαλαστούπα στον τοίχο, θα μείνω από απουσίες ρε μαλάκα, όχι ρε γαμώτο....

Στούπα στο Νεπάλ (από poniroskylo, 27/11/08)Απαράδεκτοι - Στο 1:30 η μαλαστούπα! (από Cunning Linguist, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified