Ντυμένη πρόχειρα, δηλ. ουσιαστικά μη εμφανίσιμη. Ένδειξη άνεσης, αδιαφορίας, γκαουσύνης ή καρκατσουλοσύνης.

Με την παντόφλα πάμε στην έβγα της γειτονιάς μας ή στο περίπτερο, δηλαδή πεταγόμαστε στο άψε-σβήσε, άρα δεν χρειάζεται να ντυθούμε με κάτι παραπάνω απ' ότι φοράμε μέσα στο σπίτι.

Με την παντόφλα την βγάζουμε στο σπίτι, επειδή θέλουμε να νιώθουμε άνετα.

Με την παντόφλα δεν θα βγούμε ποτέ για να πάμε για καφέ, ή για ψώνια, ή, εννοείται στη δουλειά, ή σε κανα γάμο (αν και θα είχε πλάκα, τεσπα).

Το λέμε κυρίως για γυναίκες και λιγότερο για τους άντρες, παρόλο που και αυτοί φοράνε παντόφλες. Ίσως επειδή υπάρχει και ο χαρακτηρισμός παντόφλα για μια γυναίκα (βλ. και ρόμπα). Για τους άντρες πιθανόν να έστεκε το «με το φανελάκι» από την διαφήμιση («Και ο παππούς με το φανελάκι;!»), αλλά δεν έπαιξε τελικά κάτι τέτοιο.

Κάτι αμυδρώς αντίστοιχο έχει η έκφραση με την τσίμπλα στο μάτι, δηλαδή απροετοίμαστος, αγουροξυπνημένος, πριν καλά καλά πλυθεί το πρόσωπο μετά τον ύπνο.

  1. - Έλα, πάμε να φύγουμε, τελείωνε!
    - Κάτσε ρε να ντυθώ, δεν μπορώ να βγω με την παντόφλα ρε συ!

  2. - Τι ρούχα να πάρω μαζί μου δηλαδή;
    - Τίποτε καλό, δεν είναι Μύκονος εδώ, είναι άνετη φάση, στυλ με την παντόφλα κιέτσ'...

  3. - Πάω να πάρω τσιγάρα...
    - Έτσι θα βγεις, με την παντόφλα;
    - Ε ναι, χαλαρά, στ' αρχίδια μου...

Got a better definition? Add it!

Published

#1
poniroskylo

Δεν ξέρω πόσο λέγεται κάτω αλλά στη Θεσσαλονίκη, όταν αναφερόμαστε σε άντρες, αυτό το déshabillé που εξαιρετικά περιγράφεις θα το λέγαμε με τον κασκορσέ.

#2
BuBis

kaşkorse στα τουρκικά με παρόμοια χρήση, ήτοι φανελάκι...

#3
Galadriel

Ειδικότητα στην σπιτοσλάνγκ (χωρίς να μπορώ να σου πω συγκεκριμένα λήμματα). Κάθομαι και τα χαζεύω και λέω να, αυτό το λέω τόσες φορές, πώς δεν σκέφτηκα ότι είναι σλανγκιά...

#4
vikar

Ταυτόσημη έκφραση (άν και συνήθως σχήμα υπερβολής), με τις πιτζάμες.

#5
poniroskylo

Γνωστό μάλλον αλλά ας σημειώσω ότι ο κασκορσές προέρχεται από το γαλλικό cache-corset , ήγουν αυτό που κρύβει τον κορσέ. Στα γαλλικά αναφέρεται σε γυναικείο ένδυμα αλλά στα ελληνικά είναι πρωτίστως το ανδρικό αμάνικο φανελάκι. Πέρασε αρχικά ως ουδέτερο - το κασκορσέ (και το κασκορσεδάκι). Υπάρχει όμως και ως αρσενικό - ο κασκορσές - μάλλον κατ'αναλογίαν προς τον κορσέ.

#6
PKP

ο κασκορσές
του κασκορσέ
τον « »

οι κασκορσέδες
των κασκορσέδων
τους κασκορσέδες «

(μήπως πρέπει κάποιος να το βάλει σαν λήμμα;)