Είδος χοντρού και κοντού αντρικού παλτού. || (επέκτ., οικ.) πολύ χοντρό παλτό. [βεν. patatuc(o) -α κατά τη λ. κάπα (αρχικά για ναυτικούς)] (Τριανταφυλλίδης)

Βαρύ μάλλινο πανωφόρι για τα βαριά κρύα του χειμώνα. Μάλλινο προβατίσιο ή τραγίσιο ύφασμα, το οποίο είχε περαστεί από το μαντάνι για να πυκνώσει.
(http://www.servitoros.gr/dirfi/view.php/47/798/)

Σήμερα το λέμε αστειευόμενοι μόνο, για το βαρύ παλτό που όμως δεν είναι ιδιαιτέρως κομψό, θυμίζει αμπέχονο ένα πράμα. Και είναι σαφώς μπαμπαδισμός...


Δεν ξέρω αν και στην ελληνική σλανγκ η πατατούκα σημαίνει και τον γάρο, αλλά στην αγγλική, η λέξη reefer έχει και τις 2 έννοιες αυτές.
http://www.answers.com/topic/reefer

  1. μωρη Βασιλου τσακου να βανου τ'πατατουκαμ οξω, φσοκοπα'ι κι θα παγωσου...
    (από την Επανομή, http://www.pardalilexi.gr/words.php?id=784)

  2. - Ωραίο παλτόοοο!
    - Τι; Αυτή η πατατούκα; Επειδή το πουλάει ο Καρούζος 2 χιλιάρικα, ρε ψώνιο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Stravon

Μέσα στο μυαλό μου είσαι...σκεφτόμουν να το ανεβάσω το λήμμα

#2
Vrastaman

Πάντα μου άρεσαν οι παπατούκες!