Η αγορά προϊόντος ή υπηρεσίας άνευ αποδείξεως, στην μαύρη.

Δεδομένου ότι το παιδικό εισιτήριο κτλ. στοιχίζει λιγότερο από αυτό του ενήλικα, ο ζητών «παιδικό» όντας μαντράχαλος και, απουσία πλησίου νήπιου, αιτείται εμμέσως πλην σαφώς ανορθοδόξου εκπτώσεως.

Η χρήση του όρου βέβαια είναι συνηθέστερη, εκεί όπου δεν υφίσταται «παιδικό».

(οδηγός, αφιχθείς παρά τω σταθμώ διοδίων):

- Ένα παιδικό παρακαλώ!

το παράδειγμα τελειώνει εδώ, διότι εάν ο ταμίας κατάλαβε, τσεπώνει τα ψιλά (π.χ. 50% του ποσού) και δεν μιλάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
anchelito

παρά τω σταθμώ (άμα θέλεις δοτική βρε όρνιο γράψτο σώστά!)

#2
GATZMAN

Στοος

#3
iron

ε και γω μαζί σου! τελικά είχε δίκιο ένας καθηγητής μας των λατινικών που έλεγε ότι άμα θες να διορθώνεις ένα κείμενο χωρίς να παραβλέπεις τα λάθη που το μάτι διαβάζει σα να ήταν σωστά (από συνήθειο με το σωστό), πρέπει να το διαβάζεις από το τέλος προς την αρχή ώστε να μην παρασύρεσαι από το νόημα. Λέμε τώρα...

#4
BuBis

Στο ποδόσφαιρο και σε άλλα ευγενή αθλήματα αλάνας μεταξύ υπερηλίκων (20+) ενίοτε το παιδικό, εφηβικό, γυναικείο αλλά και παρολυμπικό αναφέρονται στο πρωτάθλημα που ο αντίπαλος θα έπρεπε να παίζει, ιδίως όταν διαμαρτύρεται για τζαρτζαρίσματα και ζμπρωξίματα...

#5
Galadriel

Τα παιδικά στα διόδια κομμένα με τις μπάρες και την αυτόματη απόδειξη :)

#6
HODJAS

Παιδικό είναι και το τυλιχτό καλαμάκι χωρίς κρομμύδι.

#7
jesus

κ χωρίς τζατζίκι, θείο. υπάρχει στον άλλο ορισμό;)