Η αγορά προϊόντος ή υπηρεσίας άνευ αποδείξεως, στην μαύρη.

Δεδομένου ότι το παιδικό εισιτήριο κτλ. στοιχίζει λιγότερο από αυτό του ενήλικα, ο ζητών «παιδικό» όντας μαντράχαλος και, απουσία πλησίου νήπιου, αιτείται εμμέσως πλην σαφώς ανορθοδόξου εκπτώσεως.

Η χρήση του όρου βέβαια είναι συνηθέστερη, εκεί όπου δεν υφίσταται «παιδικό».

(οδηγός, αφιχθείς παρά τω σταθμώ διοδίων):

- Ένα παιδικό παρακαλώ!

το παράδειγμα τελειώνει εδώ, διότι εάν ο ταμίας κατάλαβε, τσεπώνει τα ψιλά (π.χ. 50% του ποσού) και δεν μιλάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα αναφέρεται σε πίτα με χωρίς κρεμμύδια και τζατζίκι. Μόνο ντομάτα και πατατούλες.

Συχνά προφέρεται πεζικό.

- Τα τρώω παιδικά για να μην παχύνω... (από εδώ)

το φονικό σουβλάκι... (από BuBis, 13/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified