Μου κάθεται κάτι στον λαιμό και πνίγομαι. Αυτό γίνεται όταν τρώω απότομα και με βιασύνη μεγάλες ποσότητες φαγητού.

Προφάνουσλυ από τη λέξη κοντύλι (γραφίδα του παλιού καιρού), και μάλλον επειδή όταν μου κάθεται κάτι στον λαιμό είναι σα να έχω καταπιεί ένα κοντύλι.

- Άντε, τελείωνε, πρέπει να φύγουμε!
- Ε δε θα κοντυλιαστώ κιόλας για να προλάβεις τη μπάλα, έλεορ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Μήπως είναι από τη λέξη κόνδυλος = σαρκώδης διόγκωση ρίζας η βλαστού (κατά ΛΚΝ); Διότι, ακριβώς όταν το παθαίνεις νιώθεις ένα φούσκωμα στο λαιμό;

#2
xalikoutis

προσωπικούσλυ το ξέρω ως κοντυλίζομαι εις την Κρήτη