Ο ψήστης κρέατος, χειριστής της σχάρας σε καταστήματα εστίασης, (ψησταριές, εστιατόρια, πιτσαρίες).

Πιθανές προελεύσεις :

1) Σχάρα > Σχαριέρης > Σκακιέρης

2) Από την σχάρα με λαβή, η οποία αποτελείται από δύο παράλληλα πλέγματα που σχηματίζουν μικρά τετράγωνα, όπως η σκακιέρα.

Ιδιοκτήτης μικρού συνοικιακού καταστήματος ντελίβερυ :

Τα μικρά καταστήματα όπως το δικό μας δεν βγαίνουν άμα προσλάβεις ένα άτομο για κάθε ειδικότητα, μπουφετζή, λαντζιέρη, σκακιέρη, καθαρίστρια, σερβιτόρο. Εμείς είμαστε δύο άτομα και τα κάνουμε όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified