Ταριφάδικη λέξη. Σημαίνει τον πελάτη που σκάει από το πουθενά, συνήθως νυχτερινές ώρες και ζητάει μια μακρινή διαδρομή, όταν ο συμπαθής επαγγελματίας έχει πια απελπιστεί.

Το ταριφόνι σε όλη την προηγούμενη βάρδια έχει πήξει να κάνει μικρές κούρσες με τη σημαία (3,20 ευρώ), που δεν αφήνουν κέρδος. Το φάντασμα τον ξελασπώνει με μια μακρινή κούρσα, ικανή να ρεφάρει έστω και λίγο τη χασούρα μιας ακόμα επαγγελματικά μίζερης ημέρας.

Ταρίφας μιλάει σε ταρίφα στο κινητό: Άσε σου λέω νέκρα, δεν κουνιέται φύλλο. Και χτες το βράδυ τα ίδια σκατά. Αν δεν ήταν ένα φάντασμα που έσκασε στις τέσσερις, λίγο πριν σκολάσω, δεν θα 'χα βγάλει ούτε τα έξοδα. Πήγαινε σε μια βίλα στο Σούνιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμερικάνικος ασύρματος. Τα τρουμανάκια χρησιμοποιήθηκαν, σύμφωνα με τις πηγές μου, στον Εμφύλιο 1946-1949 τόσο από τον εθνικό στρατό, όσο και από τους αντάρτες. Οι τελευταίοι τα έπαιρναν όπου τα έβρισκαν παρατημένα από τους στρατιώτες του εθνικού στρατού, μετά από κάποια μάχη (βλ. και παράδειγμα). Πήραν την ονομασία αυτή από το Δόγμα Τρούμαν και την αμερικάνικη βοήθεια.

ΥΓ : Αντίδωρο στον αγαπητό Δεινόσαυρο. Κάποια στιγμή θα τα μαζέψουμε.

Ταυτόχρονα προσπαθήσαμε να συνδεθούμε με την καθοδήγησή μας, χωρίς επιτυχία. Ο ασύρματος, ένα μικρό τρουμανάκι, από έλλειψη γεννήτριας, δεν λειτουργούσε. Οργανώσαμε ειδική επιχείρηση ενάντια σ΄ ένα εχθρικό τμήμα (λόχο), για να πάρουμε ασύρματο. Η επιχείρηση πέτυχε, πιάσαμε το Σταθμό Διοίκησης του λόχου, όμως δεν υπήρχε ασύρματος.

Γιώργης Τρικαλινός, 292 ημέρες μετά το Γράμμο - Βίτσι, Σύγχρονη Εποχή.

Τρουμανάκι τ. μοτορόλα (από σφυρίζων, 21/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Κατευθείαν από τη χώρα του τζόγου και των λαχείων που δίνουν για ελάχιστη παρηγοριά ένα μικροποσό στους πολλούς, όταν τα λαχεία τους τελειώνουν σε ένα συγκεκριμένο νούμερο, δηλώνει τρανή αποτυχία και μεγάλη γκαντεμιά γι' αυτούς που δεν καταφέρνουν ποτέ τίποτα και αποτυγχάνουν σε όλα, ακόμα και να πετύχουν στόχους φαινομενικά απλούς και εύκολους.

Δεν πειράζει, και του χρόνου, κουράγιο, αισιοδοξία και καλή δύναμη.

- Πώς τη βλέπεις την οικονομική κατάσταση τη νέα χρονιά ;;; Λες να ρεφάρουμε ;;
- Αδερφέ, δεν ξέρω για τη νέα χρονιά, φέτος πάντως δεν πιάσαμε ούτε το λήγοντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με το γούγλη και τις διαφημίσεις του, το σαμπάνι είναι ιμάντας ή γάντζος και κρατάει τα κάθε λογής συρματόσχοινα που χρησιμοποιούνται στα βαπόρια. Εγώ όμως ξέρω ότι σαμπάνι λένε οι ναυτικοί το ίδιο το συρματόσχοινο και θα επιμείνω.

Ό,τι κι αν ισχύει, το σίγουρο είναι ένα : Επειδή το σαμπάνι τεντώνεται και δέχεται πολύ μεγάλες δυνάμεις, είναι πολύ σημαντικό να ΄ναι γερό και να μη σπάει. Για να το κάνω ακόμα πιο λιανά, το σαμπάνι άμα σπάσει, μετατρέπεται σε δολοφονικό όπλο που γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει και όποιον συναντήσει στο διάβα του τον έφαγε μαύρο σκοτάδι. Το μόνο που προλαβαίνεις ν΄ ακούσεις είναι το σφύριγμα, λένε.

Στο πληθυντικό είναι τα σαμπάνια. Το γράφω για την περίπτωση που τακιμιάσετε με κάνα ναυτικό και αυτός αρχίσει ιστορίες για σαμπάνια και εσείς νομίσετε ότι σας μιλάει για ντομ περινιόν και δεξιώσεις.

Τον Παναή, απέναντι, έσπασε ένα σαμπάνι, είπανε, του καραβιού που ξεφορτώνανε και τον έκοψε στη μέση. Δυο νύχτες δεν κοιμήθηκα απ΄ τα μοιρολόγια και τις φωνές ...«αδέρφι, αδέρφι»... κι ορκιζόμουνα πως εγώ χαμάλης στον Οργανισμό, να με κόψει στη μέση ένα σαμπάνι ή να με λιώσει μια ντάνα που θα φύγει απ΄το βίντσι, δεν πάω... (Διονύσης Χαριτόπουλος, Τι θα γίνω ;;)

Got a better definition? Add it!

Published

Ψυχιατρική αργκό.

Ορισμός από ΛΚΝ: «ρυθμίζω (-ομαι): κάνω κάτι να λειτουργεί ή να κινείται με έναν ορισμένο ρυθμό, κανονικό ή αναγκαίο, π.χ. ρυθμίζω τη μηχανή.

Είναι φορές που κάποιος χάνει το ρυθμό του, δεν μπορεί να συμβαδίσει με τους αναγκαίους χρόνους της κανονικότητας που όλοι οι άλλοι γύρω του αναγνωρίζουν σαν σωστούς. Είτε καθυστερεί ανεπίτρεπτα, όταν χάνεται και περιπλανιέται σε δικές του διαδρομές, είτε τρέχει ιλιγγιωδώς, όταν προλαβαίνει να ανακαλύψει πράγματα και σχέσεις, εκεί που όλοι οι άλλοι δεν βλέπουν απολύτως τίποτα.

Με άλλα λόγια, είναι φορές που οποιοσδήποτε μπορεί να τα παίξει, που δεν την παλεύει, που δεν μπορεί ή δεν θέλει να κουβαλήσει άλλο το φορτίο της καθημερινότητάς του σαν καλό παιδάκι, μαζί με τα άλλα παιδάκια.

Τότε, αν υπάρχουν στην εικόνα εκείνοι που νοιάζονται γι' αυτόν, θα τον πάνε για ρύθμιση. Θα τον πάνε κάπου που θα τον φροντίσουν, θα του παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες, θα του δώσουν τα κατάλληλα φάρμακα, ώστε να ξαναπάρει μπροστά, να συμβαδίσει πάλι με τους υπόλοιπους, να πάψει να δημιουργεί προβλήματα και να ξαναρχίσει να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, χωρίς απρόβλεπτες καθυστερήσεις ή επιταχύνσεις που δημιουργούν δυσλειτουργίες και όσο να ΄ναι δυσάρεστη ατμόσφαιρα στον ίδιο και τους γύρω του.

  1. - Πάλι τα' παιξε ο γείτονας. Κυλιότανε κάτω και φώναζε τη μάνα του την πεθαμένη να τόνε σώσει γιατί λέει έρχονται οι κακοί να τον πάρουν. - Μη μασάς, συνηθισμένο φαινόμενο. Θα' ρθει ο αδερφός του να τον πάει στην κλινική να τον ρυθμίσουνε και φτου κι απ΄ την αρχή.

  2. Οι κοινωνικοί λειτουργοί της οργάνωσης έψαξαν και βρήκαν όσα μπόρεσαν. Ότι έχει ψυχωσική συνδρομή. Ότι έχασε τον πατέρα της νωρίς. Μεγάλωσε με τη μητέρα της, επίσης με ψυχωσικό σύνδρομο, κι έναν αδελφό με χρόνιο πρόβλημα εξάρτησης. Δουλειά πουθενά. Βγήκε στο πεζοδρόμιο, στην πιο λούμπεν εκδοχή που μπορεί να φανταστεί κανείς. Γέννησε τρία παιδιά και τα άφησε σε ιδρύματα. Πέρσι, με τη βοήθεια μιας θείας της, του μόνου συγγενή χωρίς σοβαρά προβλήματα, μπήκε στο Δρομοκαΐτειο. Έμεινε ένα μήνα, βγήκε. Τον Σεπτέμβριο ξαναμπήκε για άλλους τέσσερις. «Ρυθμίστηκε», όπως λένε οι γιατροί. Άκουσε συμβουλές, πήρε φάρμακα, έλεγξε την ασθένεια. Όταν βγήκε, σταμάτησε τα φάρμακα και απορρυθμίστηκε. Γνώρισε στον δρόμο κάποιον και ζουν μαζί, με τα χρήματα που βγάζει αυτή από το πεζοδρόμιο, έγκυος γυναίκα. Του έχει εμπιστοσύνη, δεν της φέρεται άσχημα. Αλλά φτάνει; (από εφημερίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δίνω θρησκευτικό όρκο στο δικαστήριο.

Η φράση λέγεται για να κάνει φανερό ότι κάποιος δεν τό 'χει σε τίποτα να ψευδομαρτυρήσει. Δηλαδή παλαμαριάζει το ιερό ευαγγέλιο χωρίς κανένα σεβασμό, με την ίδια ευκολία και άνεση που παλαμαριάζει μια γκόμενα. Αφού το παλαμαριάσει, καταθέτει στη συνέχεια πρόθυμα και πειστικά ό,τι του έχουν πει να πει, αλήθεια ή ψέμματα αδιάφορο.

Άχρηστες πληροφορίες :

α) Παλιότερα σε γνωστά άθλια καφενεία – στέκια εύρισκες γνωστές σκατόφατσες να μαρτυρήσουν για την υπόθεσή σου, με αντάλλαγμα ένα μεροκάματο. Οι φήμες έλεγαν ότι ήταν πολύ καλοί μάρτυρες, καλύτεροι από τους πραγματικούς αυτόπτες μάρτυρες που συχνά τα έκαναν θάλασσα κατά την εξέταση, λόγω τρακ και απειρίας. Οι επαγγελματίες είχαν όμως το μειονέκτημα ότι με τον καιρό τους μάθαιναν οι δικαστές, όταν τους έβλεπαν επανειλημμένα να καταθέτουν οι ίδιοι και οι ίδιοι για πολλές διαφορετικές υποθέσεις.

β) Και σήμερα βρίσκει κανείς ψευδομάρτυρες, απλώς τα καφενεία έχουνε γίνει πιο τρέντι και κυριλέ. Για το ύψος της ταρίφας ο λημματογράφος δηλώνει ανίδεος.

γ) Πλέον (με αρκετή καθυστέρηση) μπορείς να δώσεις όρκο απλώς στην τιμή και τη συνείδησή σου.

(Σε διάδρομο δικαστηρίου, διάδικος σε έξαλλη κατάσταση)

Άι σιχτίρ από κει με τα ψέμματά σας. Φέρνετε τον κάθε απατεώνα να παλαμαριάζει το ευαγγέλιο και δώστου λέει ό,τι να ναι, σκοινί κορδόνι. Άμα πέσουν οι μηνύσεις να δούμε που θα κρυφτείτε, λαμόγια, ε, λαμόγια ......

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίποτα παραπάνω από αυτό που λέει.

Παροιμιακή φράση που υμνεί τις γυναίκες και τα φυσικά τους κάλλη. Φράση ερωτική αλλά και βαθιά δημοκρατική, ενάντια σε όλους τους αποκλεισμούς, αφού κάθε γυναίκα διαθέτει και μπορεί να αναδείξει τις ομορφιές αυτές, ανεξάρτητα από καταγωγή, χώρα γέννησης, χρώμα δέρματος, θρησκεία, πορτοφόλι, εξυπνάδα, σωματότυπο και λοιπούς πλαστούς διαχωρισμούς.

Eναλλακτικά: το βυζί και το μαλλί, των γυναικώνε η στολή.

Οι παροιμίες δεν είναι αργκό, τούτη εδώ όμως έχει βυζιά μέσα, οπότε υποθέτω ότι περνάει.

Παροιμία είναι, πώς να φτιάξω παράδειγμα;

Σκεφτείτε π.χ. ανδροπαρέα στο καφενείο να χαζεύει το μπεγίρι που περνάει απ' έξω, έχοντας σε πρώτο πλάνο τα συγκεκριμένα κάλλη και ένας απ' αυτούς να σχολιάζει με την εν λόγω φράση.

Κάπως έτσι: - Πάρε το μωρό που περνάει απέναντι. Πολύ με φτιάχνει με το μαλλί ως τον κώλο. - Και έχει και ζιβύ πρώτης. - Εμ, το βυζί και το μαλλί, καθημερνή στολή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Διαθέτει μεγάλη ικανότητα στο να τυλίγει τον ακροατή του, όπως ένα πακέτο, να τον ξεγελάει και να τον παραμυθιάζει, συνήθως με σκοπό να του πασάρει σκάρτο εμπόρευμα.

Κατ' επέκταση, χρησιμοποιείται για όλους τους μικρούς ή μεγάλους απατεώνες, στο εμπόριο κάθε είδους, (παραδείγματα 1 και 2), στην πολιτική (παρ. 3) ή στον αθλητισμό (παρ. 4).

Προσωπική γνώμη: Η λέξη χρησιμοποιήθηκε με αυτή την έννοια πρώτη φορά από τους γυρολόγους Τσιγγάνους, που πουλούσαν μικροεμπορεύματα, περιπλανώμενοι από περιοχή σε περιοχή και από κει πέρασε και σε άλλα περιβάλλοντα, κυρίως του λεγόμενου παραεμπορίου, (βλ. 5ο παράδειγμα). Ήθελαν οι Τσιγγάνοι με τη λέξη αυτή να τονίσουν την έμφυτη ικανότητα κάποιων από το σινάφι τους να πουλάνε απίθανα ή και ολότελα άχρηστα προϊόντα στους πελάτες τους, χρησιμοποιώντας άμεσο, στακάτο και έξυπνο λόγο, με ζηλευτές ατάκες και χειμαρρώδη ομιλία, έτσι ώστε απλά να μην μπορεί κανείς να πει όχι.

Το λήμμα αφιερώνεται στον ψηλέα γυρολόγο Τσιγγάνο πωλητή πουκαμίσων και άλλων ειδών που δραστηριοποιείται πέριξ της πλατείας Συντάγματος και ποιος ξέρει πού αλλού. Μιμείται καταπληκτικά τη φωνή του Βοσκόπουλου. Μια φορά να τον συναντήσετε, δεν τον ξεχνάτε.

1) ΓΕΙΑ ΣΑΣ ΠΑΙΔΙΑ ΕΙΜΑΙ ΝΕΟΣ ΣΤΟ ΦΟΡΟΥΜ ΚΑΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΩ ΜΠΟΤΕΣ,ΜΗΠΩΣ ΞΕΡΕΤΕ ΑΠΟ ΠΟΥ ;
ΠΙΣΤΕΥΩ ΕΧΕΙ 3,4 ΜΑΓΑΖΙΑ ΑΛΛΑ ΔΕ ΞΕΡΩ ΠΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΣ Ο ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΚΕΤΑΤΖΗΣ.ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ

Από το δίκτυο, εδώ

2) Mόλις είχα έρθει στην Aθήνα από μια άλλη χώρα όπου έλειπα καιρό, και κατέβηκα για να “γίνω” σ’ ένα παλιό νταραβέρι. Aπέναντι απ’ τον OKANA της 3ης Σεπτεμβρίου, ελπίζοντας ότι τα πράγματα είχαν μείνει όπως τα ήξερα. Πίκρα. Kόσμος δεν υπήρχε, τίποτα δεν “έπαιζε”. Mια κοπελιά “αρρωστάκι” κι αυτή μου λέει: “φιλαράκι όλοι είναι Γερανίου”. Mε πήρε σχεδόν απ’ το χέρι και φτάνοντας εκεί έμεινα έκπληκτος από την έκταση του νταραβεριού. Ένα απέραντο πλήθος εξαθλιωμένων πρεζάκηδων, μεταναστών, κάθε λογής ταλαιπωράκηδων σ’ ένα ακατάπαυστο και ατέλειωτο πάρε δώσε, φόρα παρτίδα να την πίνουνε μάλιστα “χύμα” μπροστά σε όλους. H πραγματικότητα ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Mπορούσες την ίδια στιγμή να σπρώξεις ότι είχες “ψειρίσει” και να γίνεις απ’ τον δίπλα. Πολλή και φτηνή πρέζα. H απόλυτη φαντασίωση του κάθε πρεζάκια. Yπήρχαν όμως και καινούργιες φιγούρες. Yπήρχαν αφρικανοί και ασιάτες που αγόραζαν διαβατήρια και κλεμένα. Tα πρεζάκια που μπαίνανε “μπροστινοί” σου ψιθυρίζανε στ’ αυτί “ψηλέ θες να γίνεις από αράπη;”. Όπου αράπης ήταν ο αφρικανός, νέα φιγούρα νταραβεριτζή, που εγγυότανε καλύτερη “ξήγα”, αφού ο τόπος είχε μπουχτίσει από “πακετατζήδες” Έλληνες και Pωσοπόντιους

Από το δίκτυο, εδώ

3) απο λογια χορτασαμε....ειδικα ο Παπουτσης ειναι μεγαλος πακετατζης.... αν δεν στειλει πισω 10000 τον επομενο μηνα μην πιστευεται τιποτε....

Από το δίκτυο, λίνκ δε βάζω, μυρίζει, κάποιος απαιτεί να στείλει πίσω ο Παπουτσής 10000 μετανάστες, αν θέλει να μην τον περνάνε για πακετατζή. Η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

4) Ο πακετατζής,Γκμοχ δηλαδή, την δουλειά την έκανε με εντολές βάζελου γιατί μέχρι τότε η ομάδα που κυνηγούσε την ΑΕΛ ήταν ο ΟΦΗ του Θόδωρου Βαρδινογιάννη όταν ακόμη ο ΟΦΗ δεν ήταν το παραμελλημένο παραπαίδι της οικογένειας Βαρδινογιάννη.

Από το δίκτυο, εδώ

5) - Δηλαδή είσαι παραμυθάς !! - Πακετατζής το λέω εγώ.

Συνέντευξη του γυρολόγου Τσιγγάνου Διονύση, στο βιβλίο της Αλίκης Βαξεβάνογλου: Έλληνες Τσιγγάνοι, Περιθωριακοί και Οικογενειάρχες, εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαταγή προϊσταμένου σε υπάλληλό του να τελειώσει τη δουλειά που του ανατέθηκε τόσο γρήγορα, ώστε να μην προλάβει καν να φτάσει η ροχάλα του αφεντικού στο πάτωμα. Μπορεί να υπάρχει και άλλη σχέση εκτός από την εργασιακή, πάντα όμως ο φτύνων βρίσκεται σε θέση ισχύος και εξουσίας έναντι του ταλαίπωρου που πρέπει να τρέξει.

Προφέρεται κοφτά, στο τέλος της φράσης.

Παρεμφερή : σφαιραπετάδην, σφαιράδην, δεν περπατάμε, τρέχουμε, στο τσακ-μπαμ, όχι τώρα, τώρα.

  1. - Σας παρακαλώ, μήπως θα μπορούσατε να μας δώσετε το φάκελο για να βγάλουμε φωτοτυπίες ;;; - Πάτε καλά ρε παλουκάρια ;; Τρεις η ώρα μου 'ρχεστε και μου θέλετε και φωτοτυπίες ;; Ρε πού έχω μπλέξει. Τέλοσπάντων, έχε χάρη που 'σαι και νοστιμούλης, εσύ ο γαλανομάτης. Άστε ταυτότητα, πάρτε το φάκελο και σε τρία λεπτά να' στε πίσω γιατί κλείνουμε. Ακόμα εδώ είστε ;; Έφτυσα.

  2. - Αντρίκο, ακόμα να γδυθείς;;; Σου είπα θέλω σεξ τώρα. - Μα μωρό μου, είμαι πολύ κουρασμένος, έχω και πονοκέφαλο, με τρέξανε άσκημα στην εταιρεία, είχαμε προθεσμία να τελειώσουμε το πρότζεκτ σήμερα. Θέλω να δω και τον Ονούρ …. - Σιχτίρ, άχρηστε. Φέρε μου τουλάχιστον τον όλισβο από το τρίτο συρτάρι, κάτω από τα βρακιά είναι. Τσακίσου, έφτυσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζουμε ένα άτομο sui generis, αδέσποτο, ανένταχτο και περίεργο (όχι όμως πάντα με την σεξουαλική έννοια). Μπορεί να είναι ανωμαλιάρης ή και αχαρτογράφητος ή απλώς μπορεί να μην έχει την τυπική εμφάνιση και συμπεριφορά που θα περίμενε από αυτόν η παρέα του. Το σίγουρο είναι ότι φέρνει τον περίγυρό του σε αμηχανία με τον λόγο, τις πράξεις ή τις επιλογές του.

Παρόμοιο το: μια κατηγορία μόνος του.

Η έκφραση πέρασε στην γλώσσα προφανώς εξ αιτίας των ανωμάλων ρημάτων της αρχαίας ελληνικής και της δυσκολίας εκμάθησής τους. Σήμερα μάλλον είναι ή ακούγεται μπαμπαδίστικη. Μπορείς να την πεις και φιλολογική αργκό.

Βλ. και εδώ για σοβαρή γλωσσολογική ανάλυση. Μπάμπη, φάε τη σκόνη μου ουάν μορ τάιμ.

  1. Ξύπνα ρε, αυτή η χώρα που ζούμε είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου... Βούρλο!

Από τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» του Νίκου Νικολαϊδη.

  1. - Έλα, μας χτυπάνε ο Τάκης και ο Γιώργος να κατεβούμε να πάμε στο πάρτυ.
    - Όχι πάλι ο Γιώργος, θα μας ξεφτιλίσει, είναι ανώμαλο ρήμα ο τύπος. Τις προάλλες στο σπίτι της Κατερίνας μέθυσε, έσκισε μια πολυθρόνα με μαχαίρι και μετά προσπάθησε να τη γαμήσει.
    - Σιγά ρε, πώς κάνεις έτσι, και 'γω μια φορά γάμησα ένα πουφ.
    - Την Κατερίνα εννοούσα.
    - Μπίρες πήρες;

βλ. και ου μπλέξεις με ανώμαλα ρήματα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified