Βοηθητική δουλειά που κάνει ο φαντάρος, μετά από διαταγή ανωτέρου.
Οι αγγαρείες συνήθως σχετίζονται με καθαριότητα, όπως η καλλιόπη και το γόπινγκ. Δεν πρέπει να συγχέεται με την «υπηρεσία» η οποία γράφεται και είναι κάτι επίσημο (π.χ. σκοπιά). Πολλές αγγαρείες κάνουν συνήθως οι γιωτάδες, επειδή δεν συμμετέχουν σε ένοπλες υπηρεσίες και εκπαίδευση.
βλ. και αγγαρειομάχος,
- Έχει πήξει σήμερα ο Αναγνώστου! Από το πρωί οι ΕΠ.ΟΠ. τον έχουν χώσει σε αγγαρείες!
1 comment
TheELF
http://en.wiktionary.org/wiki/gar
Από τα «αρχαία» διαφόρων ευρωπαϊκών λαόν,το να κάνεις κάποιον να κάνει κάτι,στα αγγλικά επίσης η λόγχη,στα γαλλικά garnier (γαρνίρισμα όπως λέμε) ο εξοπλισμός ενός στρατιώτη.