Αυτός που καυλώνει το μεσημέρι.

Στον Παγώνδα, μεγάλο χωριό της Σάμου, στις δεκαετίες του '50 και του '60 (ίσως και παλιότερα) λεγόταν καυλουμησ'μέρ'ς (καυλομεσημέρης) ο γεωργός που, αντί να πάρει μαζί του στο χωράφι το μεσημεριανό φαγητό του και να επιστρέψει μια και καλή το βράδυ, επιστρέφει στο χωριό το μεσημέρι, τρώει μεσημεριανό με τη γυναίκα του και τα παιδιά του και ξαναγυρίζει στο χωράφι για να συνεχίσει την εργασία του.

Τουν είδης; Πάει πάλι ου καυλουμησ'μέρ'ς να ξηκαυλώσ' στ' κυρά Μαριώ κι να ξαναγυρίσ' στου χουράφ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified