Σημαίνει τον πολύ γερό άνθρωπο, όχι τόσο τον μυώδη, όσο αυτόν που έχει πολύ μεγάλη αντοχή, υπερφυσικές δυνάμεις και φοβερή κράση.
Δεν γνωρίζουμε την ετυμολογία, αλλά εικάζω ότι είναι αρκτικόλεξο από το χώρο του αθλητισμού ή από το στρατό, π.χ. Π.ΣΩ.ΜΥ. ή κάτι τέτοιο.
- Ρε συ, πήγαμε Λιτόχωρο και πέσαμε στον μαραθώνιο του Ολύμπου. Είχε κάτι ψωμιά... Ο ένας ανεβοκατέβηκε Μύτικα σε τέσσερις ώρες και δεν ίδρωσε η πούτσα του.
- Πάμε να φύγουμε, όλοι ψωμιά είναι εδώ, θα μας τσακίσουν.
- Στην παρέλαση οι Ρώσοι είχαν σημαιοφόρο τον Καρέλιν. Τι ψωμί είναι αυτός, ρε μαλάκα; Τη σημαία την κράταγε με το' να χέρι σαν σημαιάκι!
2 comments
jesus
δεν είναι λογικό να το σχετίσει κάποιος με το «ψωμωμένος» ας πούμε;
(υπάρχει η λέξη ή εγώ την κατέβασα;;)
panos1962
Σαν να την κατέβασες μου φαίνεται, αλλά υπάρχει η λέξη. Απλώς δεν είναι στο slang.