Τὸ περιτετμημένο πέος, στὴν Καλιαρντή.

Τὸ ἔτυμον εἶναι προφανῶς ἀπὸ τὴ γαλλικὴ λέξι déchapeauté, «ὁ μὲ βγαλμένο τὸ καπέλλο, ξεσκούφωτος» (πρβλ. καὶ φούφουτος) τουτέστιν ὁ περιτετμημένος.

Τὸ περιτετμημένο πέος μὲ ἐγχάρακτη βάλανο λέγεται τοκμαντέ σαρμέλα. Τέτοια πλουμιστὰ πέη ἀπαντοῦν σὲ μερακλῆδες ἀνατολίτες, εἴτε ἀγοραίους τύπους, εἴτε μέλη ταντρικῶν σεκτῶν τοῦ παραδοσιακοῦ Ἰσλάμ. Ἐκτὸς τοῦ ἐντυπωσιακοῦ θεάματος ποὺ προσφέρουν ἐν στύσει, ἔχουν καὶ μεγαλύτερο τοῦ ἀρχικοῦ μέγεθος, λόγῳ τοῦ ἐκ τῶν χαραγῶν προσθέτου περιθωρίου διαστολῆς τῆς βαλάνου (ζητεῖται μήδι).

Τὴν ἐτυμολογία θεωρῶ σχεδὸν βεβαίαν ἐκ τοῦ Τουρκικοῦ tokmak, «σφυρί, σφῦρα, σκαθάρι», μὲ προφανεῖς προεκτάσεις (πχ πρβλ γοῦδα). Ἡ κατάληξις -ντὲ εἶναι προφανῶς παρετυμολογικῆς προελεύσεως ἀπὸ τὴν προσφιλῆ στοὺς κιναίδους Γαλλική.

Οἱ κάθε λογῆς κίναιδοι, κυρίως δὲ οἱ φιλέλληνες τοιοῦτοι τύπου «σὶκ ἀλὰ τσάϊ νανάϊ», γουστάρουν ντεσαποτὲ σαρμέλες, διότι αὐτὲς ἀβέλουν τανάκα φρομάζ Ὑμηττοῦ. Ἄμα χορχοριάσουνε βέβαια, καὶ νάκα ντὶκ ἀπὸ τὸ ντέζι, ἀλλάζει τὸ πρᾶγμα.

Γλωσσάριον
- Φιλέλλην: εὐγενικὸς κίναιδος, ἐκ γενικεύσεως τοῦ Λόρδου Βύρωνος. Λέγεται καὶ ἁπλῶς μπάϋρον.
- σὶκ ἀλὰ τσάϊ νανάϊ: πολὺ ἐκλεπτυσμένος.
- φρομάζ Ὑμηττοῦ: τὸ σμῆγμα τοῦ πέους.
- τανάκα: ὄχι, καθόλου (μὲ στερητικὴ σημασία).
- χορχοριάζω: καίγομαι ἀπὸ καῦλα.
- νάκα ντὶκ ἀπὸ ντέζι: δὲν βλέπω ἀπὸ καῦλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Πολύ γέλιο! Έχεις άποψη για την ετυμολογία της σαρμέλας;

#2
Khan

!!!

#3
Vrastaman

Χαν, σε κόλλησε ο Γκατς; :Ρ

#4
GATZMAN

<!>

#5
Khan

Όντως!