Αναφέρεται και κομμάτι κουράδας που «ξέφυγε» από λάθος εκτίμηση κλανιάς ή από ανάγκη.

  1. Ω, ρε μαλάκα, πήγα να κλάσω και νομίζω μου 'φυγε κοψίδι. Γαμώ τα σπανάκια μου!

  2. Δεν αντέχω άλλο, θα μου φύγει κανα κοψίδι!

Μάκης Κοψίδης (από allivegp, 30/10/09)Ράλλης Κοψίδης, ζωγράφος και αγιογράφος που μαθήτευσε στον Κόντογλου. Ο Khan λογικά θα τον ξέρει... (από johnblack, 31/10/09)

Β. επίσης εχεκλάνω, χέκλασα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
SABRINA

να φας κουραδι στην κρητη να μη το ξεχνας (ειναι αρνι, κατσσικι η κατι τετοιο )

#2
panos1962

Απαντάται και σε υποκοριστικό: Φάγαμε ένα κουραδάτσι!