Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Συμφορά (απ' το συμφύρομαι) του «τάνκερ» και του «ντάνκε» που σημαίνει στω γερμανιστί. Είναι μαγκιά άνευ νοήματος και ιδιαίτερης σημασίας, καθώς το θεγκζ ή το στω υπερεπαρκούν.

-Πέρασε η Γιωργία και μου είπε να σου δώσω αυτη τη σακούλα.
-Ντάνκερ!

-Το βράδυ θα περάσω να στρώσουμε τη σελίδα.
-Ντάνκερ! Είμαι υπόχρεος από τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
panos1962

Παίζει καλά και το ντάνκ!