Φεύγω, αποχωρώ από κάπου, συνήθως επειδή η κατάσταση δε με παίρνει να κάτσω.

Κοινώς, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια.

Τα λέμε ρε σεις, την κάνω τώρα...

Βλ. επίσης τηγκανά, τιγκανά, τιγκανάουα, κ.α. Ακόμη: την κάνω λαμόγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Galadriel

Λιτός και περιεκτικός.

#2
kiolalis

Τηγκάνω, ρήμα. Γιατί όχι;