Φεύγω, αποχωρώ από κάπου, συνήθως επειδή η κατάσταση δε με παίρνει να κάτσω.
Κοινώς, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια.
Φεύγω, αποχωρώ από κάπου, συνήθως επειδή η κατάσταση δε με παίρνει να κάτσω.
Κοινώς, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια.
Βλ. επίσης τηγκανά, τιγκανά, τιγκανάουα, κ.α. Ακόμη: την κάνω λαμόγια.
Got a better definition? Add it!
2 comments
Galadriel
Λιτός και περιεκτικός.
kiolalis
Τηγκάνω, ρήμα. Γιατί όχι;