Χρησιμοποιείται στα Δωδεκάνησα για να δηλώσει τη βρώμα, κάτι που αναδίνει μια άσχημη μυρωδιά. Συνώνυμό της η λέρα ή το κάρσι (αυτή πρέπει να είναι τούρκικη λέξη), ή η απλυσιά.

Δεν πλησιάζεται το άτομο, πρέπει να έχει να πλυθεί χρόνια. Θεέ μου τι λούβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Καρσί πάντως, λέει ο Γκάτζ εδώ (εγώ δέν τό 'ψαξα ούτε και ξέρω), σημαίνει στα τούρκικα «απέναντι».

#2
poniroskylo

Βεβαίως, karşı είναι απέναντι στα Τούρκικα και το λέμε στη Σαλονίκη και μάλιστα με την έννοια του ακριβώς απέναντι π.χ.

- Και πώς θα τον βρω αυτόν τον Κοσμά με τους καλό τον παστουρμά;
- Ρε συ, Βασιλέως Ηρακλείου, από Μοδιάνο καρσί.

Καρσιλαμάς είναι ο αντικρυστός χορός.

Τώρα το κάρσι δεν μου φαίνεται τούρκικο. Αντιθέτως, μου θυμίζει τη λέξη khazi (γράφεται επίσης και karzi, karzy, kharsie or carzey) που είναι βαριά εγγλέζικη σλανγκ, παρωχημένη γενικώς αλλά εν χρήσει στο Λίβερπουλ, και σημαίνει αποχωρητήριο, χέστρα. Μάλλον είναι λέξη που έφεραν οι φαντάροι από την Ινδία αν και υπάρχει και η άποψη ότι προέρχεται από το ιταλικό casa=σπίτι.

#3
poniroskylo

Α, ναι, να μη το ξεχάσω.

Λούβα είναι η λέπρα. Λώβα είναι ο λόγιος τύπος.

#4
HODJAS

Και λόμπα = η κολόμπα :Ρ

#5
halloumin

Καρζί είναι στην Κυπριακή διάλεκτο το 'απέναντι' !

#6
leonpanos

συμφωνω, λούβα η λεπρα