Further tags

Στην ποικιλία της Κέρκυρας είναι το σύνολο μικρών ψαριών που πωλούνται ανάμικτα και φθηνότερα, επειδή δεν συμφέρει να διαχωριστούν. Από το ιταλικό - ενετικό bragagna, ένα είδος διχτυού με σχήμα σάκου, παρόμοιο με την τράτα. (Δες).

Οι φτωχοί θα έχουν πάντα το μπραγάνι τους.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Κέρκυρας είναι ένα είδος μικρού καπονιού, που θεωρείτο το «ψάρι του φτωχού», ήταν πολύ φθηνό γιατί έχει πολλά αγκάθια. Πιθανώς από το ιταλικό -βενετικό capone.

Θα φάμε καπορονιόζους σαν να είμαστε τίποτα φτωχοί;

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Κέρκυρας είναι το ψάρι σαλιάρα (parablennius). Πιθανότατα από το ψάρι χάνος και το μέλι, λόγω της βλέννας που εκκρίνει. (Εδώ).

Πιάσαμε το πρωί μια μελιχάνα.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Κέρκυρας είναι "το ψάρι «χριστόψαρο» (zeus faber). Επειδή έχει δύο σκούρες κηλίδες στις πλευρές του, ο ελληνικός θρύλος λέει ότι το είχε πιάσει ο Χριστός και άφησε τα αποτυπώματά του. Για τους Κερκυραίους, λόγω δυτικών επιρροών, το είχε πιάσει ο άγιος Πέτρος. Από το ιταλ.«San Pierro», «άγιος Πέτρος»". (Δες).

Βγάλανε απ΄ τη θάλασσα κι έναν σαμπιέρο.

Got a better definition? Add it!

Published

Σχετικά βαθύ μαγειρικό σκεύος, κατσαρόλα. Κυρίως στα Επτάνησα.

Κατέβασε την παδέλα από την φωτιά.
Μην τρως μέσα από την παδέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου, ιδιαίτερα ψαρά, φτωχού και κάποιου που η βλακεία του προκαλεί προβλήματα.

Προέρχεται από την ενετοκρατία στην Λευκάδα όταν μετανάστες από το Μπουράνο ήρθαν ως ψαράδες: Μπουράνο > μπουρανέλος > μπρανέλος.

- Ούτε μια γέφυρα δεν μπορούμε να φτιάξουμε χωρίς οι ψαράδες να κλαίνε. - Τι περίμενες με τους μπρανέλους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη Λευκάδα, μπροστομούνι είναι η ονομασία της ποδιάς που φορά η γυναίκα επειδή το ύφασμα πέφτει μπροστά από το συγκεκριμένο σημείο του σώματός της.

Μαριώ τράβα μπρουστά το μπρουστουμούνι σου άιντε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

συμπλοιοκτήτης, συνιδιοκτήτης, μεριδιοῦχος.

Τὸ εἶχα ἀκούσει μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἀπὸ κάποιον παλιὸ ναυτικὸ πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρὸνια. Ὅπως λέει καὶ τὸ wiktionary ἦταν "όρος ιδιαίτερα διαδεδομένος στη νησιωτική Ελλάδα, στην ελληνική επανάσταση του 1821 οι περισσότεροι καραβοκύρηδες ήταν παρτσινέβελοι, αργότερα ο όρος εξελίχθηκε σε επίθετο." ἐδῶ

Κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, τὴν ἐποχὴ τῆς μεγάλης ἀνάπτυξης τῆς ναυτιλίας στὴ νησιωτικὴ Ἑλλάδα (ἐξ αἰτίας τῆς συνθήκης τοῦ Κιουτσοὺκ Καϊναρτζῆ καὶ τῶν Ναπολεοντίων Πολέμων) ἦταν πολὺ διαδεδομένος καὶ ὁ θεσμὸς τοῦ συντροφοναύτη, δηλ. τοῦ ναύτη ποὺ πληρωνόταν, ὄχι μὲ μισθὸ, ἀλλὰ μὲ ποσοστὰ ἀπὸ τὰ κέρδη τοῦ πλοίου. ἐδῶ

Στα 15 τον έβαλε ο πατέρας του παρτσινέβελο, δηλαδή μεριδιούχο στο πλοίο του, και στα 18 του ναυπήγησε την πρώτη γαλιότα. (Ιωάννης Βαρβάκης) ἐδῶ

Ἡ λέξη μὲ σχεδὸν τὴν ἴδια ἔννοια (συνιδιοκτήτης) χρησιμοποιεῖται καὶ σχετικὰ πρόσφατα:

Τα βιβλία του τυπώνονταν στα καλύτερα τυπογραφεία της Αθήνας και, όπως γράφει στην Προσωπική Ικαρολογία το 1993 ο Γ.Π. Σαββίδης, «σιγά-σιγά, όλες οι εκδόσεις του Ίκαρου απόκτησαν ένα διακεκριμένο ύφος, εν μέρει οφειλόμενο στην εικαστική ευαισθησία των δύο παρτσινέβελων (συνιδιοκτητών), και στην προσωπική τους φιλία με τον Μόραλη και τον Τσαρούχη». (Εφημερίδα Το Βήμα, 10/8/1997) ἐδῶ

Τὀ wiktionary δίνει ὡς πιθανὲς ἐτυμολογίες: < ἰταλικά barcaiuolo / barcaiolo (βαρκάρης) ἤ τουρκικά parça (κομμάτι). Ἡ ἔννοια τῆς συνιδιοκτησίας μᾶς ὁδηγεῖ μᾶλλον στὴ δεύτερη.

Στὸ wiktionary καὶ στὸ Κερκυραϊκὸ Λεξικὸ τὴ βρίσκουμε μὲ 2η ἔννοια νοικοκύρης, ἀφεντικὸ.

Ὅλα κι ὅλα! Δὲ θὰ σὲ βάλω καὶ παρτσινέβελο στὸ κεφάλι μου!

  1. Τέλος στὸ γλωσσάρι τοῦ Τσιφόρου τὴν βρίσκουμε μὲ 3η ἔννοια

παρτσινέβελος = σύρτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φλιτζάνα, η κούπα. Από το σλάβικο/ρωσσικό чашка (προφέρεται το ίδιο). Σε χρήση σε πολλά μέρη της Ελλάδας: χωριά του νομού Δράμας, χωριά της Αιτωλοακαρνανίας, στα Ψαρά, στην Ιθάκη, Πιθανών και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Μάλλον δάνειο από τα σλαβομακεδόνικα ή τα βουλγάρικα που πέρασε στα ελληνικά στη βόρεια Ελλάδα. Στα Ψαρά πιθανών ήρθε από τους έποικους από την ηπειρωτική Ελλάδα που τα εποίκισαν κατά το μεσαίωνα. Μοιάζει επίσης με το ουγγρικό csésze (προφέρετε τσίσε με μακρόσυρτο το δεύτερο "σ") που σημαίνει κύπελο (όχι το αθλητικό).

-Να στον κάνω διπλό στη τσάσκα τον καφέ;

-Όχι, μονό. Στο φλιτζάνι.

Επίσης εδώ και εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Σχεδόν, στο όριο.

Απ' όσο ξέρω Λευκαδίτικη έκφραση που οπτικοποιεί το οριακό μιας κατάστασης: τόσο εύκολα απ' τη μία, όσο εύκολα κι απ' την άλλη μεριά του πράγματος, με την έκβαση να καθορίζεται από εξωτερικούς μάλλον παράγοντες. Φράση της καθομιλουμένης μάλλον, παρά της αργκό.

Παράρτημα

Το πρόθεμα εδ στο εκεί προέρχεται από το "εδώ" (υποθέτω) και αποτελεί μέρος της παράδοσης στη λευκάδα να μπαίνουν προθέματα και επιθέματα σε τέτοιου τύπου τοπικά επιρρήματα. Η κλιμάκωση έχει ως εξής, με σειρά αυξανόμενης απόστασης: εδώ, εδεκεί, εκεί. Το κλασσικό επίθεμα θε που σημαίνει από τόπου κίνηση, σε κατάσταση υπερδιόρθωσης πολύ συχνά συντάσεται με το από, δηλαδή η φράση "από δώθε" είναι πολύ κλασσική, και ενδέχεται να πάρει και το εμφατικό επίθεμα νε, και να γίνει "δώθενε".

Στα του λήμματος, το εδ είναι απολύτως βασικό στην συγκεκριμένη έκφραση και χρησιμοποιείται όταν δείχνουμε έναν τόπο που βρίσκεται ούτε κοντά ούτε μακρυά.

- Καλά, κιο δεν του τράβηξες κάνα τριομφίδι μ' αυτά που σου 'λεγε;
- Εδεκεί κι εδεκεί ήμουνα, αλλά είπα να μήν τονε στείλω σε κάνα νοσοκομείο χρονιάρες μέρες.

- Το περνάς το μάθημα;
- Εδεκεί κι εδεκεί είμαι, θα δούμε όταν ανάψει τον ανεμιστήρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified