Ιδίωμα προερχόμενο εκ των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης που δηλώνει ότι μου αρέσει πολύ κάτι, ότι βγάζω γούστα με κάτι, ή ότι την βρίσκω με κάτι. Το ρήμα που προκύπτει από αυτήν την λέξη είναι το σοτάρω (όχι τα λαχανικά). Η λέξη δεν έχει ουδεμία σχέση με το Σωματείο Οδηγών Ταξί Αττικής (ΣΟΤΑ).

  1. - Τι έγινε ρε χτες με την Τούλα; Περάσατε καλά;
    - Πω πω, σότα σε λέω δικέ μου, όλα τα λεφτά η γκόμενα.

  2. - Έχεις να κάνεις τίποτα το βράδυ;
    - Οχι, δεν κανόνισα τίποτα.
    - Ωραία, έλα σε μένα, να δούμε καμιά ταινία, να παραγγείλουμε και καμιά πίτσα να σοτάρουμε.

  3. - 'Οχι ρε συ, χτύπησα το χέρι μου.
    - Ωχχχ, σότα πούστη, υπάρχει Θεός.
    - Α έτσι, παλιόπουστα, ε; Θα σε φτιάξω καλά όταν θα χτυπήσεις εσύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified