Ποδοσφαιρικός όρος.
Η άκρως ελληνική λέξη για αυτόν που δεν τρέχει και δεν στρίβει. Η ρίζα της λέξης είναι ο βαλσαμωμένος με την ποντιακή κατάληξη «-ίδης».

-Άσε μωρέ με τον Βαλσαμίδη. Αν μάρκαρε δε θα τρώγαμε το γκολ...

Got a better definition? Add it!

Published

#1
Επισκέπτης

egw kserw t valsamiko mono ayto dn t xw akousta..alla kalo akougete

#2
jesus

μπαλσάμικο είναι αυτό:)