Χαρακτηρισμός κάποιου που έρχεται και ξανάρχεται για να ζητήσει κάτι ...
- Πάλι εσύ κυρ Μπάμπη, είναι η τρίτη φορά που έρχεσαι σήμερα.
- Ξέρω, ξέρω, έχω καταντήσει σαν τον φτωχό συμπέθερο όπως λέμε στο χωριό μου στην Πελοπόννησο.
Χαρακτηρισμός κάποιου που έρχεται και ξανάρχεται για να ζητήσει κάτι ...
- Πάλι εσύ κυρ Μπάμπη, είναι η τρίτη φορά που έρχεσαι σήμερα.
- Ξέρω, ξέρω, έχω καταντήσει σαν τον φτωχό συμπέθερο όπως λέμε στο χωριό μου στην Πελοπόννησο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
2 comments
HODJAS
Πολύ σωστός!
Λέγεται και απνευστί φτωχοσυμπέθερος ή πτωχός συγγενής, αυτός που π.χ. όλο ζητάει δανεικά, χάρες, πηγαίνει στα σπίτια με άδεια χέρια κλπ. Οικείος σελεμο-μπαταξής δηλαδή.
Ιταλιστί: Fare il cane magro.
soulto