Το μωρό, το μικρό παιδάκι αλλά και ο έφηβος, νέος και νεώτερος.

Χρησιμοποιείται από γονείς και πολύ κοντινούς συγγενείς για βρέφη και μικρά παιδιά με χαϊδευτική διάθεση ιδίως όταν κάνουν σκανδαλιές ή νάζια . Πιθανώς επειδή τα μικρά παιδιά είναι σκατομηχανές, αλλά και με μια προοπτική όγκου (μικρά), αλλά και για να ξορκίσουν το κακό μάτι (από όπου προέρχεται και η φράση «σκατά στα μάτια μου» όταν αποκαλούμε π.χ. ένα παιδάκι «όμορφο» ). Υπάρχει και σε σκατούλι, σκατουλάκι.

Επίσης χρησιμοποιείται ειρωνικά για εφήβους ή νέους από μεγαλύτερους, όταν κάνουν κάτι που δεν συνάδει με την ηλικία τους. Συνήθως στην έκφραση «μια σταλιά σκατό».

Παρατήρηση 1: το παρόν λήμμα χρήζει λημματογράφησης γιατί παρόλο που χρησιμοποιείται πολύ, δεν υπάρχει με τέτοιο ορισμό στα λεξικά. 'Ενας φόρος τιμής σε όλους τους χαζογονείς!

Παρατήρηση 2: το παρόν λήμμα χρήζει επίσης λημματογράφησης διότι φανταστείτε την έκπληξη ενός ξένου λάτρη της Ελληνικής γλώσσας όταν ακούει ‘Έλληνες γονείς να αποκαλούν τα παιδία τους έτσι! Οποία ντροπή!

  1. - Αχ το μωράκι μου, μωρέ! Χαμογελάς βρε; Αχ, γούτσου-γούτσου! Μαίρη, Μαίρη, τρέχα! Είπε αγκού! Πανέξυπνο είσαι! Του μπαμπά μοιάζεις! Τρέχα σου λέω! Μάκια – Μάκια! Γκίλι-Γκίλι!
    - Πρρρρρρρρουυυίτ! Πριιιιτ!
    - Βρε σκατό, θα μας χέσεις κιόλας; Πάει, μας έκαψες τα τσίνορα!

  2. - Αυτός ο Μάκης, μια σταλιά σκατό, ακόμα δεν βγήκε από την κούνια του και μας πουλάει μούρη το νιάνιαρο!
    - Καλά, κούλαρε, του ρίχνεις μόνο δυο χρονάκια και μη ξεχνάς ότι έχει και δύο μάστερ. Και μην γίνεσαι σπασοκλαμπάνιας, να σε βοηθήσει θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
panos1962

Αυτά τα περί όγκου, μη βασίζεσαι! Κράτα μια πισινή καλού κακού…

#2
aias.ath

Ἡ λέξι «σκατὸ» εἶναι μιὰ ἐνδιαφέρουσα περίπτωσι λέξεως.

Οἱ περισσότεροι δὲν γνωρίζουν ὅτι πρόκειται περὶ ἀρχαιοελληνικῆς ἀπ' εὐθείας ἐπιβιώσεως τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὰ δύο θέματα τῆς λέξεως, μὲ τὴν ἴδια σημασία. Πρόκειται γιὰ τὴ διπλόθεμη λέξι σκώρ, ποὺ κλίνεται:
Τὸ σκώρ, τοῦ σκατός, τῷ σκατί, τὸ σκώρ, σκώρ. Πληθ. τὰ σκατά κλπ.

Σημαίνει ἀπόρριμμα, περίτωμα.

Ἡ ἔννοια «σκατὸ» τοῦ λήμματος προφ δὲν ἐννοεῖ ἀπόρριμμα, ἀλλὰ κάτι τόσο μικρό (ἴσως καὶ ἀσήμαντο), ὅσο ἕνα σκύβαλο > περίττωμα > σκατὸ μὲ τὴ σύγχρονη στενὴ καὶ καλή έννοια.

#3
aias.ath

Ἡ λέξι «σκῶρ» συνήθως περισπᾶται. Παραπάνω ἔγραψα τὴ δωρικὴ ἐκδοχή, ἡ ὁποία ὀξύνεται.

Τὸ ἔτυμον ἀνάγεται στὸ σανσκριτικὸ apa ava-skara-h, μὲ τὴν ἴδια σημασία· ἀνάλογοι τῦποι σὲ ὅλες τὶς εὐρωπαϊκὲς καὶ τὴν ἰαπωνική.

Παράγωγες λέξεις εἶναι ἡ σκωρία (σκουριὰ καὶ παραπροϊόντα μεταλλουργίας), ἡ σκωραμίς = δοχεῖο γιὰ σκατά = πάπια (σκωραμὶς λέγεται σήμερα στὰ νοσοκομεῖα), καὶ ἀποσκωρακισμὸς = ἀπόρριψις περιττῶν πραγμάτων (ἐκκαθάρισις). Ἡ λέξις ἔχει ἀργότερα παρετυμολογηθῆ (κόραξ) καὶ γραφῆ μὲ ο, παίρνοντας τὴ σημασία πέμπω εἰς κόρακας = στέλνω στὸ γεροδιάολο, διατηρώντας ἐμμέσως τὴν σημασία τῆς ἀπορρίψεως.
Μακρυνὰ παράγωγα θεωροῦνται τὰ κρίνω καὶ κείρω.

Ἡ διπλοθεμία τῆς λέξεως σκῶρ σκατὸς εἶναι ἀνάλογη μὲ αὐτὴν τῆς λέξεως ὕδωρ ὕδατος.

#4
Επισκέπτης

Τι γράφει ρε το άτομο! Μπράβο Αίαντα! Τι πλούτος γνώσης! Να'σαι καλά!

#5
Khan

Πολύ ενδιαφέρον, καθώς μάλιστα σε κάποιο λήμμα ο Αλλίβε μιλούσε για την έκφραση αποσκορακισμός που χρησιμοποιείτο σε εκκλησιαστικά κείμενα ως συνώνυμη του αφορισμού, και είχαμε, φαίνεται, αποτύχει να την ετυμολογήσουμε σωστά. Το είχα απορία επί χρόνια, και η ετυμολογική ερμηνεία σου φαίνεται πειστική.

Επίσης, το σκουριά γίνεται ακόμη πιο ρατσιστικό μετά τον ετυμολογικό αυτό συσχετισμό.

#6
xeskist

Ουάου, ε; Μπράβο Αία.

(Καλά το είπα;)

#7
Khan

Σχετικά με το θέμα του ἀποσκορακίζω πάντως οι Liddell-ScottPOSKORAKI%2FZW) το δίνουν καθαρά από το ἐς κόρακας, ενώ δεν έχω βρει σε κανένα λεξικό την εκδοχή ότι είναι από το σκῶρ ή το σκωρία.