Λύνω την αντιδικία του σεξ παίρνοντας τον νόμο στα χέρια μου, ήτοι αυνανίζομαι, άρχομαι χειρών αδίκων, επιδίδομαι στην χειροτεχνία, κάνοντας χειροποίητα εργόχειρα και λοιπές χειρωνακτικές εργασίες, αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν τον κάνω σφεντόνα.

Δεν άντεξε το παιδί να βλέπει απ' το πρωί την Πετρούλα να λέει τον καιρό με την στρινγκαδούρα, στο τέλος χειροδίκησε.

Got a better definition? Add it!

Published

#1
xalikoutis

Αν και ειδική περίπτωση, είναι άλλος ένα λόγιος (...) όρος που ακούγεται πιο αστείος ή εξίσους αστείος με το μη λόγιο, όπως τα πέρδομαι, κτηνοβάτης (το οποίο εκατεβάσθη;) κ.α.

#2
Khan

Εν προκειμένω είναι αδόκιμη χρήση λόγιου όρου, αφού η δόκιμη αναφέρεται στο ξυλοφόρτωμα, το παρέλειψα ως ευκώλως εννοούμενο.

#3
ο αυτοκτονημενος

αξιότατος

#4
HODJAS

Και «αυτοδικία»...

#5
Vrastaman

#6
HODJAS

Και μπουκι-μπουκι = χειλονομία...