Σημαίνει «ε και; χέστηκα, στ' αρχίδια μου».

Χρησιμοποιείται για να δείξουμε στον συνομιλητή ότι αυτό που λέει δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο συζήτησης ή πως είναι άτοπο, μη βάσιμο κλπ. Επειδή λοιπόν αυτά που λέει ο άλλος είναι άσχετα, πετάμε και εμείς ένα άσχετο «χαίρω πολύ» και έτσι είμαστε πάτσι.

  1. - Ο αντιπρόσωπος της Alfa Romeo μου είπε οτι η 157 είναι το καλύτερο αυτοκίνητο στην κατηγορία του!!!
    - Χαίρω πολύ ...τι περίμενες να σου πει; Να πουλήσει θέλει...

  2. - Για να καταλάβεις, το ψιψιψίνι με το κοκοκόψαρο δε γίνεται να αούα...
    - Ναι. Χαίρω πολύ ρε, αυτά τα ήξερα πριν γεννηθείς εσύ ακόμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Ά, πολύ ωραία, τουδεπόιντ ανάρτηση, που μού 'χε ξεφύγει.

Διαφωνώ πάντως λίγο με τον ορισμό. Το χαίρω πολύ, καμιά φορά και αυξημένο ως χαίρω πολύ, Χαιρόπουλος, σημαίνει «εννοείται». Το λέμε για κάτι που είναι πασίγνωστο, προφανές, ευκόλως εννοούμενο έως αυτονόητο (αυθυπονόητο που λέει κι' ο ντόκτορ Μόσε και μου τα θύμισε αυτά), για κάτι τόσο πεζό και τετριμμένο (με τη μαθηματική έννοια της λέξης), που δέν αξίζει κάν ιδιαίτερη μνεία.

Πέρ' απ' αυτά, θά 'λεγα οτι η αργκοτικότητα της φράσης καταδεικνύεται και απ' τ' οτι τείνει πλέον να χρησιμοποιείται ως κατηγορούμενο: για κάτι που εννοείται, λέμε ότι «είναι χαίρω πολύ». Αυτή τη χρήση ούτ' ο Μπαμπινιώ ούτ' ο Τριαντά πιάνουνε απ' ότι είδα.

κάνε μια οικονομία μάζεψε λεφτά πούλα και τίποτα, πάρε κατι καινούριο και καλό.. η μεταχειρισμένο από γνωστό άτομο τουλάχιστον η να ξέρεις τι χρήση έχει περάσει η κάμερα.. Τώρα το ότι είναι ακριβά ότι και να πάρεις με ότι συναπάγετε αυτό είναι.. χαίρω πολύ! (εδώ)

Συμβαίνει συχνά αυτό στην αργκό, ρηματικές φράσεις που έχουν παγιωθεί με ένα συγκεκριμένο νόημα να χρησιμοποιούνται συντακτικά ως όνομα πλέον, βλέπε πιχί και ο γαμάω.