Λέγεται για άτομα που είναι τόσο κουρασμένα, κοινώς πτώματα, με αποτέλεσμα να συναγωνίζονται τους πεθαμένους. Ουσιαστικά, το μόνο που τους απομένει είναι το (κυριολεκτικό) θάψιμο.

«Γύρισε η κορούλα μου από τη δουλειά, πεθαμένη κι άθαφτη, είναι να την κλαις» έλεγε η σπασαρχίδω πεθερά στις νύφες της, για να τους δείξει ότι η κόρη της είναι άξια και εργατική, ενώ εκείνες και καλά δεν έκαναν τίποτα απολύτως.

(από electron, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified