Χαρτοπαικτικός (αφορά την πόκα, αλλά λέγεται και στην πρέφα) όρος που αναφέρεται:

α) στο αρχικό ποσό που πρέπει να αγοράσει σε μάρκες ο παίκτης για να μπει στο παιχνίδι (πόκα)
β) στο ποσό που του ζητείται να βάλλει στο τραπέζι αν μπει κατά την διάρκεια ενός παιχνιδιού (πόκα)
γ) στο συνολικό ποσό που μαζεύεται, και αντιστοιχεί σε μάρκες πάνω στο τραπέζι. Ενίοτε αναφέρεται και το μέρος που είναι μαζεμένα τα φράγκα, π.χ. το άδειο κουτί που ήταν οι μάρκες, ή κάποιο συρτάρι, ή το σακάκι του ιδιοκτήτη της λέσχης... (πόκα)

Επίσης υπάρχει και ο όρος «κάνω κάβα», που αναφέρεται στον παίχτη που:

α) όλο το βράδυ έχει υπ' ευθύνη του την κάβα (δίνει μάρκες για λεφτά) και που στο τέλος της βραδιάς αναλαμβάνει να εξαργυρώσει τις μάρκες με χρήματα (πόκα)
β) καλείται να κερδίσει τις χαρτωσιές που δήλωσε μετά την αγορά (πρέφα).

Ο όρος «κάβα», προέρχεται από τα ιταλικά, όπου «cava» σημαίνει σπηλιά (και κουφάλα). Και χρησιμοποιείται για να υποδείξει μεγάλη ποσότητα σαν έκφραση, δηλαδή «μια σπηλιά χρήματα» (una cava di denari). Με τον καιρό έμεινε μόνο η λέξη «κάβα», για να υπονοεί τα πολλά χρήματα που μαζεύονται και παίζονται στο τραπέζι.

  1. - Καλησπέρα, όλοι οι καλοί μαζεμένοι...
    - Πολλά λες, ξεκινάμε;
    - Άντε, τα ίδια με χθες;
    - Μέρες που 'ναι, λέω να ανεβάσουμε την κάβα. Εκατό για ξεκίνημα, και μίνιμουμ μετά ένα τριαντάρι. Αντίρρηση κανείς;
    - Μέσα, αλλά για να μην το γαμήσουμε, ας βάλουμε όριο. Πρώτο ποντάρισμα ένα ευρώ, δεύτερο 2 ευρώ, και μετά όποιος θέλει ας τουφεκά...
    - (ομοφωνία) Καλώς!!!!

  2. - Βλέπω ότι είστε τέσσερις. Να μπω κι εγώ;
    - Τέσσερις είμαστε, αλλά πρέπει να δείξεις φως, και αρκετό!!
    - Γιατί, το παραγαμήσατε πάλι; - Κοίταξε, για να μπεις τώρα, πρέπει να βάλεις κοντά στα τετρακόσια. Στο τραπέζι, όπως τα έχω υπολογίσει, χοντρικά παίζουν 1200 ευρώ. - Να μου λείπει το βύσσινο...
    - Ας ερχόσουν από την αρχή, που ήταν η κάβα εκατό. Τώρα, είναι τετρακόσια. Ή περίμενε, αν έχουν όρεξη, να πάμε για ντεκαβάζ.
    - Φωνάξτε, αλλά πριν τις τρεις.

  3. - Πόσα βάζω;
    - Πενήντα ευρουδάκια.
    - Πού είναι η κάβα;
    - Στην κουζίνα.
    - Πάλι μέσα στο κουτί με τα μπισκότα έβαλες τα λεφτά. Αμάν αυτές οι προλήψεις!!!!
    - Κοίτα ποιος μιλάει! Αυτός που βάζει ζιβάγκο όταν χαρτοπαίζει, ενώ έχει φύγει από τη μόδα τριάντα χρόνια τώρα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Σωστός.

Δες και μια ειδική χρήση της λέξης γκιζντάνι στο τραπέζι της πόκας, όπου πάω στο γκιζντάνι σημαίνει πάω στην κάβα, παίρνω κάβες. Εύλογος ο συσχετισμός καθότι κάβα, όπως λέει ο electron, αρχικά σημαίνει σπηλιά και γκιζντάνι σημαίνει μπουντρούμι και κάποια μπουντρούμια ήταν σε σπηλιές.

#2
HODJAS

Ωραίος και προσθήκη πονηρού πεντάστερη.