(Redirected from αλουποπορδή)

Το πανούργο και ηθικά επαίσχυντο άτομο που, κατά την αναζήτηση ταξιού, πάει και στέκεται δέκα μέτρα πιο πάνω από σένα στο δρόμο, ώστε να σταματήσει πρώτος το ταξί.

Ο ......., που συνελήφθη σήμερα για τη ληστεία, είναι σεσημασμένος ταξιδύτης.

(από jesus, 28/11/10)

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified