Παιδί το οποίο όταν πέσει κοιτάζει πρώτα αν το βλέπει κανείς μεγάλος, σε οποία περίπτωση μπήγει τα κλάματα σπαραξικάρδια, ειδάλλως συνεχίζει αμέριμνο.

- Ήμουν πίσω απ 'το δέντρο και δε μ' έβλεπε. Έπεφτε, κοίταγε τριγύρω και σηκωνόταν. Μόλις εμφανίστηκα, έπεσε κάτω κι άρχισε τα κλάματα το μπηγοπαιδόφωνο.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified