Μονορώγα = η κατσίκα που από γεννετική ανωμαλία έχει μόνο ένα βυζί, μία ρώγα.

Πάω ν' αρμέξω τη μονορώγα μου = Πάω να κατουρήσω.

Παιδιά ένα λεπτό πάω ν' αρμέξω τη μονορώγα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified