SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition
  1. SLANG.gr
  2. Lemmas
  3. Definitions
  4. 1 definition for αρμέγω τη μονορώγα

αρμέγω τη μονορώγα

Μονορώγα = η κατσίκα που από γεννετική ανωμαλία έχει μόνο ένα βυζί, μία ρώγα.

Πάω ν' αρμέξω τη μονορώγα μου = Πάω να κατουρήσω.

Παιδιά ένα λεπτό πάω ν' αρμέξω τη μονορώγα μου.

NOTE FROM THE MODERATORS TEAM

Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.

Got a better definition? Add it!

  • σιχαμερό

Published 2010-02-09 19:50:18+00:00
Last modified 2012-02-08 12:32:22+00:00

kounelos66

kounelos66

  • 36
  • 63
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.