Μαρσάρω κάποιον: τον γκαζώνω, του τα ψέλνω, τον βρίζω, τον τσιτώνω.
Τη λες ρε φίλε, δηλαδή τον μάρσαρε και μετά του τα έψαλε, δηλαδή τον σκότωσε πυροβολώντας τον και μετά στο καπάκι τον έπνιξε!
Μαρσάρω κάποιον: τον γκαζώνω, του τα ψέλνω, τον βρίζω, τον τσιτώνω.
Τη λες ρε φίλε, δηλαδή τον μάρσαρε και μετά του τα έψαλε, δηλαδή τον σκότωσε πυροβολώντας τον και μετά στο καπάκι τον έπνιξε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
2 comments
Khan
Στος!
johnblack
Και χώνω γκάζια με την ίδια ακριβώς σημασία.