κουμπούρι το [kumbúri] O44 : (λαϊκότρ.) το όπλο, και κυρίως το πιστόλι. [μσν. κουμπούρι θηκάρι΄ < τουρκ. kubur -ι, κατά τη σημερ. σημ. της τουρκ. λ.:πιστόλι του ιππικού΄]
Νομίζω πως ήταν βραδυφλεγή αυτά τα πιστόλια, αργούσαν δηλαδή καναδυοτρία μερικά δευτερόλεπτα, μετά το πάτημα της σκανδάλης, για να πυρολοβολήσουν.
2 comments
patsis
Ο Τριανταφυλλίδης εξηγεί:
κουμπούρι το [kumbúri] O44 : (λαϊκότρ.) το όπλο, και κυρίως το πιστόλι. [μσν. κουμπούρι
θηκάρι΄ < τουρκ. kubur -ι, κατά τη σημερ. σημ. της τουρκ. λ.:
πιστόλι του ιππικού΄]Νομίζω πως ήταν βραδυφλεγή αυτά τα πιστόλια, αργούσαν δηλαδή καναδυοτρία μερικά δευτερόλεπτα, μετά το πάτημα της σκανδάλης, για να πυρολοβολήσουν.
patsis
U.S. patent for πυρο-λο-βολήσουν pending.