(Γλωσσολογία) Λέξη που χρησιμοποιείται για την ταξινόμηση και διευθέτηση του περιεχόμενου σε ένα σώμα κειμένων. Χρησιμοποιείται και το αντίστοιχο ουσιαστικό «σορτάρισμα».
Ετυμολογία: Από το αγγλικό ρήμα «sort» (ταξινομώ, κατατάσσω, βάζω σε σειρά) και το ρηματικό επίθημα -αρω. Αντίστοιχα για το ουσιαστικό από το ίδιο ρήμα με το επίθημα -άρισμα.
3 comments
Mr. Cadmus
Γλωσσολογική σλάνγκ... αν-φάκιν-μπιλίβαμπλ!
Τα σπέκια μου, και λίγα λέω.
Vrastaman
Δυναμικότατο ντεμπούτο! Για αυτούς που δεν το γνωρίζουν, η V είναι η ψυχή του υπέροχου σάϊτ www.translatum.gr :-)
Khan
Χειροφίλημα μετά υποβολής σπεκίων.