(Γλωσσολογία) Λέξη που χρησιμοποιείται για την ταξινόμηση και διευθέτηση του περιεχόμενου σε ένα σώμα κειμένων. Χρησιμοποιείται και το αντίστοιχο ουσιαστικό «σορτάρισμα».

Ετυμολογία: Από το αγγλικό ρήμα «sort» (ταξινομώ, κατατάσσω, βάζω σε σειρά) και το ρηματικό επίθημα -αρω. Αντίστοιχα για το ουσιαστικό από το ίδιο ρήμα με το επίθημα -άρισμα.

Αυτό που θέλω να κάνω είναι να σορτάρω το αρχείο ανά μια ... Ευχαριστώ για όλες τις προτάσεις. Αν δε δούλευε και αυτό η μόνη λύση θα ήταν ο ... (Πηγή)

Μπορείς να χρησιμοποιήσεις μια δομή Sorted* που κάνει μόνη της αυτού του είδους το σορτάρισμα (Πηγή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Mr. Cadmus

Γλωσσολογική σλάνγκ... αν-φάκιν-μπιλίβαμπλ!

Τα σπέκια μου, και λίγα λέω.

#2
Vrastaman

Δυναμικότατο ντεμπούτο! Για αυτούς που δεν το γνωρίζουν, η V είναι η ψυχή του υπέροχου σάϊτ www.translatum.gr :-)

#3
Khan

Χειροφίλημα μετά υποβολής σπεκίων.