Χαρακτηρισμός για λεξικογράφο. Συχνά χρησιμοποιείται υποτιμητικά.

  1. Την συγκεκριμένη λέξη την έχει στο δίπορτο, για να μπορεί ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ «λεξικάριος» να την χρησιμοποιεί και έτσι, και αλλιώς. Είναι ο ίδιος που ταυτίζει δήθεν ως «σχήμα λόγου» τους Μακεδόνες ως Βουλγάρους. Και η έδρα καλά κρατεί... (Πηγή)

  2. Προφανώς θα συνεχίσουμε να διαφωνούμε όσο θα διαφωνούν και οι...«λεξικάριοι». Παρεπιμπτόντως, τον Μπαμπινιώτη δεν τον έχω και σε ιδιαίτερη εκτίμηση, παρ' ότι έχει καθιερωθεί στη συνείδηση του κόσμου ως «ευαγγέλιο» τα όσα λέει. (Πηγή)

Δες και -άριος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο μεταφραστής που είναι της άποψης «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω» και αναλαμβάνει κάθε κείμενο που του/της στείλουν ανεξαρτήτως του αν έχει ή όχι εξοικείωση με το θέμα ή την ορολογία.

  2. Χαρακτηρισμός του αυτοκίνητου Fiat Panda.

Για την σημασία 1: Έστειλες το κείμενο στον Νίκο; Αυτός είναι πανταόλας ρε, δεν είναι σίγουρο ότι θα μεταφράσει σωστά το κείμενο. Πρόσεξε μη σε πάρουν με τις ντομάτες, έλεγξέ το πρώτα!

Για τη σημασία 2:... για φοιτητή γνωστής οικογένειας κατέληξαν πως το οικονομικότερο είναι το Φιατάκι ο «πάντα όλας» :-) το FΙΑΤ PANDA δηλαδή και μετά το ΝΙSSAN MICRA. ... (Πηγή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Γλωσσολογία) Λέξη που χρησιμοποιείται για την ταξινόμηση και διευθέτηση του περιεχόμενου σε ένα σώμα κειμένων. Χρησιμοποιείται και το αντίστοιχο ουσιαστικό «σορτάρισμα».

Ετυμολογία: Από το αγγλικό ρήμα «sort» (ταξινομώ, κατατάσσω, βάζω σε σειρά) και το ρηματικό επίθημα -αρω. Αντίστοιχα για το ουσιαστικό από το ίδιο ρήμα με το επίθημα -άρισμα.

Αυτό που θέλω να κάνω είναι να σορτάρω το αρχείο ανά μια ... Ευχαριστώ για όλες τις προτάσεις. Αν δε δούλευε και αυτό η μόνη λύση θα ήταν ο ... (Πηγή)

Μπορείς να χρησιμοποιήσεις μια δομή Sorted* που κάνει μόνη της αυτού του είδους το σορτάρισμα (Πηγή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (Οικονομικά) Η κατάσταση στη χρηματιστηριακή αγορά όπου οι χρηματιστές δείχνουν ξαφνικό ενδιαφέρον για μια συγκεκριμένη μετοχή χωρίς εμφανείς ενδείξεις που να δικαιολογούν αυτό το ενδιαφέρον. Συνήθως χρησιμοποιείται με τη λέξη «μετοχές» αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μόνο του όταν αναφερόμαστε σε εταιρείες.

Ετυμολογία: Σύμμεικτη λέξη αποτελούμενη από το αγγλικό ρήμα bid (προφορά: μπιντ) με το ελληνικό ρηματικό επίθημα -άρω.

  1. (Μη επίσημο) Το ρήμα κατοικώ στην τοπική λαλιά των Κυθήρων, της Κάσου και των Ιονίων νήσων.

Ετυμολογία: Εξελληνισμένη μορφή του ιταλικού ρήματος abitare που σημαίνει «κατοικώ».

Σημασία 1:
Θα συνεχιστεί ή όχι το «μπιτάρισμα» στις Βιοκαρπέτ και FG Europe μια και τα χαρτιά έδωσαν κίνηση τις προηγούμενες ημέρες; Θα εξαερωθεί περαιτέρω η μετοχή της ΕΒΖ ή θα βρει δυνάμεις; Πως θα αντιδράσουν τα «στασινόχαρτα»; Πηγή: Axia Plus

Σημασία 2:
... σχετικά ιταλικές λέξεις {δεφεντεύω, ζυγανεύω, μπιτάρω κ.ά.)2, προδίδει άν-. 1. Βελούδου, Χρονικόν, σελ. ια'. 2. «Ο.π., σελ. η', θ', κδ'. ...
www.byzantinasymmeikta.org/index.php/bz/article/viewFile/722/640
... ενεστώτα μπιτάρω <ιταλ. abitare 'κατοικώ'. Πρβ. Somavera: «ξε- μηιτάρω- σουργουνίζω» (=εξορίζω), και της Κάσου τα πιτέρω 'κατοικώ' ... (Σελ. 8 και 419, εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified