Καμία σχέση με απώλεια μέλους.
Έννοιες:
1) Κου-λή. Η αδελφή του Μπους λη
2) Μωρή κουλή: Σε γυναικοπαρέες (και όχι μόνο), αποκαλείται συνήθως η χαζή, η βλαμένη.
3) Μωρή κουλή: Μεταξύ ξεφωνημένων ομοφυλόφιλων ή τραβεστί, αποκαλείται αυτή που λέει κάποια μαλακία.
- Φιλενάδα, θα κάνω πλαστική στα χείλη.
- Τι λες, μωρή κουλή; Πάλι πλαστική; Προχθές δεν έκανες προσθετική στο στήθος;
2 comments
Khan
Βλ. κουλό για τη σημασία στα καλιαρντά, που δεν είναι ο ανάπηρος.
ο αυτοκτονημενος
μωρη κουλη μωρη τρελη μωρη ξεμωραμενη