Υποδηλώνει στάση του σώματος κατά την οποία τα οπίσθια προτείνονται προς χρήση. Είναι το αποτέλεσμα του ρήματος τουρλώνω, όταν βέβαια αναφέρεται στα οπίσθια (βλ. κώλος). Ορθόκωλα μπορεί να βρεθεί κάποιος / κάποια, είτε ηθελημένα (σεξουαλική στάση), είτε παρά τη θέλησή του (κωλονοσκόπηση, μπρρρρ !!!!).

  1. Καλά ρε φίλε, όλο τον ιεραπόστολο παίζεις; Βάλε ρε κανένα μαξιλάρι και στήσε την ορθόκωλα να πει τον δεσπότη Παναγιώτη.

  2. Πανάγος: - Καλημέρα Μήτσο. Πώς πάει η σπορά;
    Μήτσος: - Καλά ρε Παναγή. Με βοηθάει και η γυναίκα μου.
    Πανάγος: - Είναι εδώ ρε; Και πού έχει πάει;
    Μήτσος: - Δεν την βλέπεις; Ορθόκωλα στο χωράφι, μαζεύει χόρτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified