Ο άνθρωπος ο οποίος έχει ένα σκοπό, έναν προορισμό, μία μοίρα: να σου πρήζει τα αρχίδια. Συνώνυμος με αρκετούς άλλους χαρακτηρισμούς, όπως πρηξοπουλίδης, ο χαρακτηρισμός φουσκωτήρας στηρίζεται στην βασική παρατήρηση ότι ο όρχις έχει, πολύ χοντρικά, σφαιρικό σχήμα όπως ένα μπαλόνι. Έτσι όταν πρήζεται λέμε και ότι φουσκώνει.

- Ο Κώστας με έχει πρήξει στα τηλέφωνα. Όλη την ώρα με παίρνει και μού λέει το μακρύ του και το κοντό του.
- Άστα, είναι μεγάλος φουσκωτήρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Όπως και ο συνώνυμος τρόμπας...